Από ένα πολύ μικρό δείγμα γενετικού υλικού, όπως μία κηλίδα αίματος ή ένα αποτύπωμα χειλιών σε ένα ποτήρι, μπορεί πλέον να προσδιοριστεί το φυσικό χρώμα των μαλλιών και το χρώμα το ματιών του ατόμου από το οποίο προέρχεται το υλικό, χάρη σε ένα νέο τεστ DNA με την ονομασία HIrisPlex το οποίο ανέπτυξαν ερευνητές του Πανεπιστημίου Erasmus της Ολλανδίας με τη συμβολή του Εργαστήριου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ.
Το τεστ αυτό, το οποίο βρίσκεται σε ερευνητικό επίπεδο και αναμένεται να πάρει πατέντα προκειμένου να κυκλοφορήσει στο εμπόριο, θα αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο για τους εγκληματολόγους και τους ιατροδικαστές, καθώς θα μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία να εντοπίζουν το δράστη ενός εγκλήματος ή να ταυτοποιούν ένα πτώμα του οποίου τα χαρακτηριστικά έχουν αλλοιωθεί.
«Η ανεύρεση ενός δράστη αποτελεί πάντα πρόκληση για τις διωκτικές αρχές ειδικά όταν υπάρχουν πολλοί ύποπτοι και πρέπει να αποκλειστούν κάποιοι από αυτούς. Με το τεστ αυτό θα μπορεί να είναι για πρώτη φορά εφικτός ο καθορισμός των εξωτερικών χαρακτηριστικών ενός δράστη, γεγονός που πιθανόν θα μπορεί να βοηθήσει τις διωκτικές αρχές στον αποκλεισμό υπόπτων και στη γρηγορότερη ανεύρεση του πραγματικού δράστη.Επίσης οι ιατροδικαστές όταν έχουν ένα πτώμα με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά θα μπορούν πλέον να προσδιορίζουν των χρώμα των μαλλιών και των ματιών και έτσι να γίνεται η ταυτοποίηση» ανέφερε στο ΑΜΠΕ η επίκουρη καθηγήτρια του Εργαστήριου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, Λήδα Κοβάτση, η οποία είναι και η υπεύθυνη του ερευνητικού έρχου «Παροχή Υπηρεσιών Μοριακής Ιατροδικαστικής-DNA»
Το νέο τεστ περιλαμβάνει 24 γενετικούς δείκτες και λογισμικό. Σύμφωνα με τον καθηγητή Μάνφρεντ Κάιζερ (Manfred Kayser), ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης, το τεστ είναι σχεδιασμένο ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που συναντούν οι εγκληματολόγοι στην ανάλυση εγκληματολογικών δειγμάτων, όπως η χαμηλή ποσότητα DNA στα πειστήρια. Το νέο τεστ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο και αποδίδει ακόμα και με ελάχιστες ποσότητες γενετικού υλικού.
Η μελέτη για τη δημιουργία αυτού του τεστ ξεκίνησε πριν περίπου δύο χρόνια και βασίστηκε σε 1551 δείγματα γενετικού υλικού , εκ των οποίων τα 100 απεστάλησαν από το Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ. Αρχικά στη μελέτη μετείχαν 3 ευρωπαϊκοί πληθυσμοί και στη συνέχεια 900 άτομα από 51 πληθυσμούς.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Forensic Science International: Genetics (Αύγουστος 2012).
Πηγή: Γενική Ιατρική Γαλατσίου