Γιατί οι περισσότεροι επιλέγουμε να ακούσουμε τα «κακά νέα» πρώτα
Πόσες φορές δεν έχετε χρησιμοποιήσει ή ακούσει την παρακάτω φράση: «Έχω ένα καλό και ένα κακό νέο. Ποιο θες να ακούσεις πρώτα;».
Εκτός από μερικές εξαιρέσεις –άλλωστε πάντα ένας κανόνας συνοδεύεται από τις εξαιρέσεις του- η πλειοψηφία των ανθρώπων επιλέγει να ακούσει τα «κακά νέα» πρώτα, όπως υποστηρίζει μια νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Personality and Social Psychology Bulletin.
Την έρευνα έκαναν η υποψήφιες διδάκτορες ψυχολογίας Angela Legg και Kate Sweeney από το πανεπιστήμιο Riverside της Καλιφόρνια.
Σύμφωνα με την έρευνά τους, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα για το ποιο νέο θα ήθελε να ακούσει κανείς πρώτα, εξαρτάται από το αν είναι ο πομπός ή ο δέκτης των κακών μηνυμάτων και από το αν η πληροφορία αυτή θα χρησιμοποιηθεί για να αλλάξει η συμπεριφορά ενός ατόμου.
Η πλειοψηφία των δεκτών λοιπόν, όπως αναφέρει η Legg και όπως έδειξαν τα πειράματα που διεξήγαγαν οι ερευνήτριες, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 75% επιλέγει να ακούσει πρώτα τα κακά νέα.
«Όταν οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι πρόκειται να ακούσουν κάτι αρνητικό, προτιμούν να πάρουν αυτήν την πληροφορία πρώτα… για να ξεμπερδεύουν γρήγορα με αυτή» ανέφερε χαρακτηριστικά η ερευνήτρια, όπως αναφέρει δημοσίευμα στο National Geographic.
Αντίθετα, εκείνοι που μεταφέρουν τις ειδήσεις, σε ποσοστό 65-70%, επιλέγουν να πουν πρώτα τα καλά νέα και στη συνέχεια τα κακά.
«Αυτός που έχει τις πληροφορίες είναι αγχωμένος. Κανείς δεν θέλει να γίνεται αγγελιαφόρος κακών ειδήσεων. Δε συνειδητοποιούν ότι το να περιμένουν, για να πουν τα κακά νέα μετά, ο δέκτης αυτών αγχώνεται ακόμη πιο πολύ» πρόσθεσε η ίδια.
Η «τακτική» του «λέω πρώτα τα καλά νέα και μετά τα κακά», θα μπορούσε να αποδειχτεί, ωστόσο, μια χρήσιμη στρατηγική αν ο σκοπός είναι να αλλάξουμε τη συμπεριφορά κάποιου: για παράδειγμα, λέει η Legg, «όταν ένας γιατρός λέει σε έναν ασθενή ότι πρέπει να χάσει βάρος για το καλό της υγείας του. Ο δέκτης του μηνύματος δεν αισθάνεται καλά με τα νέα αυτά, όμως ίσως αποφασίσει τελικά να δράσει και να κάνει κάτι γι΄αυτό».
Η μέθοδος «σάντουιτς»
Επίσης, υπάρχει η μέθοδος που η ερευνήτρια αποκαλεί «η προσέγγιση σάντουιτς», που δεν είναι άλλη από την εξής ακολουθία: καλά νέα, κακά νέα, καλά νέα. Δηλαδή τα «κακά νέα» μπαίνουν ανάμεσα σε δύο «καλά νέα».
Ένα παράδειγμα αυτού είναι το εξής: «Τα επίπεδα της χοληστερίνης σου είναι χαμηλά. Η αρτηριακή πίεση είναι σε επικίνδυνα υψηλή, αλλά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα σου είναι ικανοποιητικά».
«Αυτός ο τρόπος προσέγγισης είναι αποδεκτός, αν θέλετε να κάνετε κάποιον να νιώσει καλά» ανέφερε ακόμη η Legg.
«Όμως το να κρύβετε τα κακά νέα μέσα σε ένα “σάντουιτς” καλών νέων, γενικά δεν είναι η καλύτερη στρατηγική, κι αυτό γιατί υποβαθμίζετε τη σημασία της κακιάς είδησης και ο αποδέκτης παραμένει σε σύγχυση και μπερδεύεται».
Ο φορέας μιας είδησης που επιλέγει αυτή τη μέθοδο, λειτουργεί σαν «ακροβάτης» μέσα στη συζήτηση, λέει η Legg.
«Πιστεύει ότι κάνει πιο εύκολη τη διαδικασία, όμως στην πραγματικότητα αλλοιώνεται το μήνυμα που θέλει να περάσει».
Σύμφωνα με την ίδια αυτό που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη του σε ό,τι αφορά τις «βέλτιστες στρατηγικές μεταφοράς ειδήσεων» είναι ότι κάποιες φορές θέλουμε να κάνουμε τους άλλους να νιώσουν καλά, και άλλες να τους προτρέψουμε να αναλάβουν δράση, να κινητοποιηθούν. Επιλέγουμε τη μέθοδο προσέγγισης, ανάλογα με τον τελικό σκοπό.
Η Legg συμβουλεύει τους γιατρούς, για παράδειγμα, να δίνουν πρώτα τις κακές ειδήσεις στους ασθενείς και στη συνέχεια μια θετική πληροφορία, προκειμένου να τους δώσουν χώρο να αποδεχτούν τα νέα.
Τι συμβαίνει αν δεν υπάρχουν καλά νέα, παρά μόνο κακά
«Πολλοί γιατροί επιλέγουν να μην ανακοινώσουν τα κακά νέα στους ασθενείς τους, παρά μόνο όταν πια είναι προφανή» ανέφερε ο Thomas J. Smith, διευθυντής της μονάδας παρηγορητικής ιατρικής στο ινστιτούτο Johns Hopkins της Βαλτιμόρης.
Η παρηγορητική φροντίδα είναι ένας σχετικά νέος τομέας, που δίνει έμφαση στην ανοιχτή και ειλικρινή επικοινωνία με σοβαρά άρρωστους ασθενείς.
Σύμφωνα με μία έρευνα, αν κοιτάξει κανείς τα δεδομένα ασθενών με καρκίνο στους πνεύμονες, μόνο στο 22% υπάρχουν αναφορές ότι ο γιατρός και ο ασθενής συζήτησαν για το γεγονός ότι ο δεύτερος πρόκειται να πεθάνει. «Τις περισσότερες φορές η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ότι η συγκεκριμένη ασθένεια είναι ανίατη, “όμως υπάρχουν θεραπείες”. Πολλές φορές δεν αναφέρονται καν σε αυτό το ζήτημα ξανά» είπε ο ίδιος.
Στην πραγματικότητα όμως το 90% των ανθρώπων, δηλώνουν ότι προτιμούν να γνωρίζουν την ωμή αλήθεια.
«Όταν κανείς λαμβάνει μια κακή διάγνωση, δεν είναι σε θέση να δεχτεί καμία άλλη πληροφορία, για περίπου τρεις εβδομάδες. Περιέρχεται σε κατάσταση σοκ. Γι’ αυτό είναι καλό τέτοιου είδους συζητήσεις να γίνονται περισσότερες από μία φορά» λέει ο Smith.
«Οι φοιτητές ιατρικής στο Johns Hopkins εξασκούνται στον τρόπο που μεταφέρουν ένα άσχημο νέο, σε εκπαιδευμένους «ασθενείς-ηθοποιούς». Πολλές χώρες αλλάζουν επίσης την τακτική που ακολουθούν. Στην Ιαπωνία για παράδειγμα, από το να μην λένε καθόλου την αλήθεια σε κανέναν, πέρασαν στο στάδιο του να τα λένε όλα σε όλους» πρόσθεσε ο ίδιος.
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, ότι ακόμη κι όταν λάβουμε ένα κακό νέο, πάντα μπορεί να ακολουθήσει «από το πουθενά» μια καλή είδηση.
Πρόσφατα, όπως αναφέρει ο Smith, συνάντησε μια γυναίκα η οποία είχε ενημερωθεί από το γιατρό της ότι είχε μόλις 8 μήνες ζωής μπροστά της. «Ο γιατρός μου με ενημέρωσε ότι κάποιοι αντέχουν περισσότερο, ενώ άλλοι δεν προλαβαίνουν να ζήσουν ούτε τόσο. Έτσι, το πήρα απόφαση, ενημέρωσα τα παιδιά μου και άρχισα να προετοιμάζομαι για εκείνη την ημέρα. Με το σύζυγό μου επιλέξαμε μέχρι και τάφους… Αυτό έγινε πριν από τρία χρόνια».
newsbeast.gr