Τον τελευταίο μήνα συζητήθηκε έντονα μια πρωτοβουλία που έλαβε ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας να εκδώσει Υπουργική Απόφαση με την οποία επιχειρείται να θεσμοθετηθεί μια σειρά από «προδιαγραφές» για τη λειτουργία των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας ιδιωτικού δικαίου, τα οποία ονομάστηκαν πλέον «Μονάδες Προστασίας Παιδιού». Διοικήσεις γνωστών και μη γνωστών στο ευρύ κοινό ιδρυμάτων διαμαρτυρήθηκαν ποικιλοτρόπως, επικαλούμενες την αδυναμία τους να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της Απόφασης, που εμφανίστηκε ουσιαστικά να οδηγεί –αν εφαρμοστεί- στο κλείσιμο των ιδρυμάτων αυτών.
Είναι πράγματι έτσι η κατάσταση; Γιατί, σε μια τόσο δυσμενή για αυτήν περίοδο, η κυβέρνηση δημιουργεί ένα ακόμη μέτωπο; Σε τι ακριβώς αποβλέπουν αυτές οι «προδιαγραφές»; Είναι σύμφωνες με τα διεθνώς θεσπισμένα πρότυπα; Και αν ναι, προς τι οι διαμαρτυρίες;
Η παιδική φτώχεια, σύμφωνα με τις επίσημες έρευνες έχει εξαπλωθεί και απειλεί πάνω από το 1/3 των νοικοκυριών της χώρας μας. Όμως πολλές σύγχρονες οικογένειες, πέρα από την οικονομική τους ανέχεια, πάσχουν και από μιας άλλης μορφής πτώχευση, αυτή που αφορά τη μη λειτουργικότητα και την αδυναμία να παράσχουν στα παιδιά τους το κατάλληλο περιβάλλον και ένα πλαίσιο υγιούς και ασφαλούς διαπαιδαγώγησης τους.
Τα τελευταία χρόνια πληροφορούμαστε διαρκώς για όλο και περισσότερες περιπτώσεις παιδιών που χρειάζεται να απομακρυνθούν από τις φυσικές τους οικογένειες, επειδή οι γονείς τους ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, επειδή τα κακοποιούν, τα παραμελούν ή για άλλους σοβαρούς λόγους δεν μπορούν να τα φροντίσουν στοιχειωδώς, όπως τους πρέπει.
25 χρόνια μετά την υιοθέτηση της διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, μέσα στο σκηνικό της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, η κοινωνία μας έχει αρχίσει σταδιακά να μιλάει περισσότερο για τα κακώς κείμενα και τις παραβιάσεις σε βάρος των παιδιών και να συνειδητοποιεί τις αδυναμίες πολλών οικογενειών, αλλά δυσκολεύεται να βρει λύσεις. Τα ίδια τα παιδιά, οι γείτονες, οι εκπαιδευτικοί, απευθύνονται τακτικότερα στα όργανα της δικαιοσύνης και ζητούν παρέμβαση για πραγματικά ζοφερές καταστάσεις ενδοοικογενειακής ανέχειας, δυσαρμονίας, δυσλειτουργίας και βίας. Και ακόμα, συχνά, παιδιά με αναπηρίες ή με ψυχικές διαταραχές δυσκολεύονται να παραμείνουν στο φυσικό τους περιβάλλον και παραπέμπονται σε εναλλακτικά πλαίσια «φροντίδας».
Σε αυτό το σκηνικό, τα ιδρύματα αποτελούν συχνά την καταφυγή, όχι όμως αναγκαστικά και τη λύτρωση για πολλά παιδιά που χρειάζεται να απομακρυνθούν από μια ακατάλληλη οικογένεια. Τα παραδοσιακά ορφανοτροφεία και τα σπίτια περίθαλψης των παιδιών θυμάτων του πολέμου και των καταστροφών έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε άλλου είδους ιδρύματα μέριμνας για τα πληγωμένα ή εγκαταλειμμένα παιδιά των ημερών μας. Και ανάλογα με τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τους χαρακτήρα, προσφέρουν εναλλακτικά την φροντίδα που η πολιτεία χρωστάει στα παιδιά αυτά, ως μέρος των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει με βάση τη διεθνή Σύμβαση, το Σύνταγμα και τη λοιπή νομοθεσία. Μια φροντίδα που όμως ορισμένες φορές είναι ασύνταχτη και προβληματική και αντί να ανακουφίζει, διογκώνει τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα παιδιά στις φυσικές τους οικογένειες.
Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 3.000 παιδιά (0-18 χρόνων) ζουν σε πλαίσια ιδρυματικής φροντίδας στη χώρα μας, περιλαμβάνοντας τα ιδρύματα γενικού πληθυσμού, τις δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων και αυτά που απευθύνονται σε παιδιά με αναπηρίες και χρόνιες παθήσεις. Γύρω στα 800 είναι τα παιδιά που φιλοξενούνται σε δημόσια ιδρύματα, ενώ ο αριθμός των παιδιών σε ιδιωτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα δίνεται μόνο κατ’ εκτίμηση και με επιφύλαξη, καθώς δυστυχώς η Πολιτεία, παρά τις διακηρύξεις της εδώ και χρόνια, δεν έχει κατορθώσει να διαθέτει σύστημα καταγραφής των παιδιών αυτών και των αναγκών τους.
Η νομοθεσία που διέπει τα ιδρύματα, δημόσια και ιδιωτικά, είναι παλαιά και ανεπαρκής. Οι μηχανισμοί εποπτείας της πολιτείας είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Το Σώμα Επιθεωρητών Υγείας και Πρόνοιας, που είχε αρμοδιότητα πραγματοποίησης ελέγχων στα ιδρύματα, μετά τον διαχωρισμό της Πρόνοιας από το Υπουργείο Υγείας έχασε τις αρμοδιότητές του και έπαψε να ασχολείται με τα προνοιακά ζητήματα. Η περίφημη πιστοποίηση των ιδρυμάτων που ξεκίνησε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης έγινε μόνο σε επίπεδο τεχνικών προδιαγραφών, ενώ οι ποιοτικές προδιαγραφές, όπως η εξειδίκευση του προσωπικού και η επιστημονική οργάνωση των ιδρυμάτων δεν είχαν προβλεφθεί στη νομοθεσία μέχρι την πρόσφατη Απόφαση.
Ο χαρακτήρας των υπαρχόντων ιδρυμάτων παιδικής προστασίας αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου ή εκκλησιαστικά που λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με εθελοντές ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις (απαγόρευση παντελονιών στα κορίτσια, περιορισμός εξόδων, κλπ), όπως και ιδρύματα που επιχειρούν να ακολουθούν τα διεθνώς θεσπισμένα πρότυπα και διαθέτουν διεπιστημονικές ομάδες συνεργατών.
Η οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων δυσκολεύει όλο και περισσότερο. Οι δωρεές λιγοστεύουν, η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας περιορίζεται, η φορολογία αυξάνει, οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις περιορίζονται διαρκώς και πολλά ιδρύματα αναφέρουν σοβαρότατες δυσκολίες στο να διατηρήσουν τη λειτουργία τους.
Η καθιέρωση προδιαγραφών στα ιδρύματα παιδικής προστασίας, στα ιδιωτικά, αλλά και στα δημόσια που δεν περιλαμβάνει η παραπάνω Απόφαση, είναι μια υπόθεση που εκκρεμεί εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας. Ο Συνήγορος του Παιδιού έχει ζητήσει επανειλημμένα την προώθησή της, ως απόλυτη υποχρέωση της Πολιτείας που προκύπτει από τις διεθνείς νομικές δεσμεύσεις της. Μια καθιέρωση όμως που θα πρέπει να συνδυαστεί με την υποστήριξη της λειτουργίας των ιδρυμάτων που πληρούν τις θεσπισμένες προδιαγραφές. Το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας διεξήγαγε διαβουλεύσεις πριν προχωρήσει στην υιοθέτηση της Υπουργικής Απόφασης που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις. Ωστόσο, όπως γίνεται συνήθως σε αυτή τη χώρα, θεωρήθηκε ότι με ένα νομοθέτημα που θα κινηθεί κοντά σε διεθνείς «υψηλές προδιαγραφές» η Πολιτεία εξοφλεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στα παιδιά και ότι έστω και αν δεν μπορέσουν να συμμορφωθούν και προσαρμοσθούν οι φορείς, θα δοθεί ένα μήνυμα ότι το Υπουργείο μερίμνησε για την αναγκαία νομοθετική προσαρμογή.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Στην περίοδο της κρίσης, η Πολιτεία αντί να περιορίσει του πόρους για την υποστήριξη των αδυνάτων θα πρέπει να τους αυξήσει.
Αντί να περιορίζεται σε καθιέρωση κανόνων και υποχρεώσεων για τα ιδρύματα, θα πρέπει να μεριμνήσει και για την ενίσχυση όσων φορέων κατορθώνουν να παρέχουν ουσιαστική ποιοτική φροντίδα. Θα πρέπει επίσης να ενισχύσει τους εποπτικούς μηχανισμούς, να αναδείξει τις καλές πρακτικές στην παιδική προστασία και να προσαρμόσει τις προβλεπόμενες προδιαγραφές σε όσα αποδεικνύονται ότι ανταποκρίνονται καλύτερα στα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών που έχουν απομακρυνθεί από τους φυσικούς τους γονείς.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η διεθνής τάση στην παιδική προστασία, βάσει και των προβλέψεων της διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, προκρίνει την αποιδρυματοποίηση, δηλαδή την αποφυγή τοποθέτησης και πολύχρονης παραμονής των παιδιών σε μεγάλα ιδρύματα και αντ’ αυτών την τοποθέτηση τους –όταν είναι απαραίτητο να απομακρυνθούν από τη φυσική τους οικογένεια- σε πλαίσια που προσομοιάζουν με οικογένειες, σε αναδοχή ή υιοθεσία, ή την υποστήριξη της φυσικής τους οικογένειας για να ξεπεράσει τα τυχόν προβλήματά της. Τα ιδρύματα που λειτουργούν με το ασυλικό μοντέλο πρέπει να κλείσουν, όσα δε παραμείνουν σε λειτουργία να έχουν μονάδες με μικρό αριθμό παιδιών, των οποίων η τοποθέτηση να αναθεωρείται τακτικά.
Μια κυβέρνηση που θέλει να επιδείξει ενδιαφέρον για την παιδική προστασία δεν αρκεί να εκπονεί νομοθετήματα που θέτουν προδιαγραφές, χωρίς να επεξεργάζεται σχέδια για την ουσιαστική βελτίωση και υποστήριξη των μονάδων παιδικής προστασίας και των κοινωνικών υπηρεσιών στις τοπικές κοινότητες. Αυτών, που θα υποστηρίξουν τις φυσικές οικογένειες αλλά και θα διευκολύνουν, όπου χρειάζεται, την τοποθέτηση παιδιών σε ανάδοχες οικογένειες.
Η παιδική προστασία χρειάζεται επενδύσεις πόρων, ανάπτυξη συνεργασιών, εκσυγχρονισμό, συστηματική εποπτεία και υποστήριξη, για να επιτελέσει την αποστολή της.
Η οικογένεια χρειάζεται την Πολιτεία ως ουσιαστικό αρωγό της, με ισχυρές κοινωνικές υπηρεσίες στο πλάι της, στήριξη της απασχόλησης των γονέων, ενίσχυση της ελεύθερης πρόσβασης των παιδιών σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, οικογενειακά δικαστήρια για την κατάλληλη και ταχεία επίλυση των διαφορών στους κόλπους της, τοπικά δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης.
Αν όλα αυτά γίνουν συνείδηση και προτεραιότητα αυτών που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις, τότε υπάρχει ελπίδα η κρίση να μετατραπεί σε ευκαιρία. Αν όχι, θα παραμείνουμε στο σημερινό σκοτεινό τοπίο, που δεν μπορεί να φωτιστεί πραγματικά από παγκόσμιες ημέρες και ευχολόγια.