Η αδυναμία της γυναίκας να φτάσει στην κορύφωση μπορεί να οφείλεται σε ψυχολογικά και όχι σε βιολογικά αίτια. Αν και ο γυναικείος οργασμός είναι… πολύπλοκη υπόθεση και εξαρτάται από την αλληλεπίδραση βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων, οι επιστήμονες κατάφεραν να εντοπίσουν ποιοι είναι οι συναισθηματικοί παράγοντες που μπορεί να αποδειχθούν σημαντικό εμπόδιο.
Μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Journal of Sexual Medicine υποδεικνύει ότι ορισμένες γυναίκες αντιμετωπίζουν δυσκολία να φτάσουν σε οργασμό λόγω συναισθηματικής αστάθειας ή συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους.
Οι ερευνητές ζήτησαν από 500 περίπου γυναίκες να συμπληρώσουν ένα πλήρες ερωτηματολόγιο σεξουαλικής λειτουργίας –το οποίο αξιολογεί την ερωτική διέγερση, τον οργασμό και άλλες πτυχές της σεξουαλικότητας– αλλά και τεστ προσωπικότητας και τεστ διαχείρισης που αφορούσαν στους μηχανισμούς αντιμετώπισης που εφαρμόζουν στη σεξουαλική τους ζωή.
Από τα τελικά συμπεράσματα των ερευνητών ξεχώρισε το εξής: Οι γυναίκες που χαρακτηρίζονται από έντονη εσωστρέφεια και συναισθηματική αστάθεια και οι γυναίκες που διστάζουν να δοκιμάσουν νέες εμπειρίες πέτυχαν χαμηλότερες βαθμολογίες στην κλίμακα σεξουαλικής λειτουργίας. Η αντιμετώπιση του προβλήματος με την αυστηρή αυτοκριτικήφάνηκε επίσης να συνδέεται με τη χαμηλή βαθμολογία στην κλίμακα.
«Είναι δύσκολο για μια γυναίκα που ανταποκρίνεται στα πρότυπα αυτά να αφεθεί στη στιγμή και να απολαύσει το σεξ», δηλώνει η γιατρός και βασική συντάκτης της μελέτης Catrina Crisp. «Κατηγορεί τον εαυτό της εάν το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να πλήττεται η ερωτική της διάθεση, καθώς κατακλύζεται από ανησυχίες πριν ακόμη έρθει η στιγμή της ερωτικής συνεύρεσης.»
Η Crisp τονίζει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξουμε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας, όπως η εσωστρέφεια, μπορούμε όμως να υιοθετήσουμε διαφορετικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, σταματώντας για παράδειγμα να κατηγορούμε τον εαυτό μας.
Επίσης, η ειδικός προτείνει αν μια γυναίκα δυσκολεύεται να φτάσει σε οργασμό να αποκλείσει πρώτα πιθανά βιολογικά αίτια και στη συνέχεια να αναζητήσει λύσεις όπως η επίσκεψη σε σύμβουλο ή ψυχολόγο.
Πηγή: onmed.gr