Δεν μπορούμε να μυρίσουμε τα πάντα
Η αίσθηση της όσφρησης μπορεί να είναι εξαιρετικά ακριβής, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να περιγράψει κανείς σε κάποιον άλλον πώς μυρίζει μια οσμή, αν δεν την έχει μυρίσει ο ίδιος.
Οι άνθρωποι βλέπουμε όταν υπάρχει φως, γευόμαστε μόνο όταν βάζουμε πράγματα στο στόμα μας, νιώθουμε την αφή όταν αγγίζουμε κάτι ή κάποιον και ακούμε ήχους που είναι τόσο δυνατοί που να μπορούμε να τους ακούσουμε.
Είμαστε όμως σε θέση να μυρίσουμε κάθε φορά που αναπνέουμε, γράφει η ιστορικός της επιστήμης Diane Ackerman στο βιβλίο της «A Natural History of the Senses».
«Κλείστε τα μάτια σας και θα σταματήσετε να βλέπετε. Καλύψτε τα αυτιά σας και θα σταματήσετε να ακούτε. Αν όμως καλύψετε τη μύτη σας και σταματήσετε να μυρίζετε… θα πεθάνετε» προσθέτει η συγγραφέας, σύμφωνα με δημοσίευμα της Maria Popova στην ιστοσελίδα brainpickings.org.
Για την ακρίβεια, κάθε ανάσα που παίρνουμε προκειμένου να κρατηθούμε στη ζωή είναι γεμάτη με ένα μεγάλο ποσό οσφρητικών πληροφοριών:
«Κάθε μέρα αναπνέουμε περίπου 23.040 φορές. Απαιτούνται περίπου πέντε δευτερόλεπτα για να πάρουμε μια ολοκληρωμένη αναπνοή –δύο δευτερόλεπτα για να εισπνεύσουμε και τρία για να εκπνεύσουμε.
Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, μόρια οσμών πλημμυρίζουν το σώμα μας.
Οι οσμές μας κατακλύζουν, υπάρχουν γύρω μας και μέσα μας.
Κι όμως όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε μια μυρωδιά, οι λέξεις δε μπορούν να ικανοποιήσουν αυτό που νιώθουμε…
Η γοητεία της γλώσσας έγκειται στο γεγονός ότι, παρότι είναι ανθρωπογενής, μπορεί σε σπάνιες περιπτώσεις να συλλάβει τα συναισθήματα και τις αισθήσεις που δεν είναι ανθρωπογενή. Η σχέση μεταξύ της όσφρησης και των κέντρων του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη γλώσσα είναι αδύναμη» προσθέτει η συγγραφέας.
Σύμφωνα με την ίδια η όσφρηση είναι η πιο άμεση από όλες τις αισθήσεις. Όταν κανείς κρατά ένα λουλούδι στα χέρια του και το μυρίζει, τα «ευωδιαστά μόρια» περνούν μέσα στη ρινική κοιλότητα, όπου απορροφώνται από τα κύτταρα του βλεννογόνου του υποδοχέα που περιέχει μικρές τριχούλες. Πέντε εκατομμύρια από αυτά τα κύτταρα στέλνουν ερεθίσματα στον οσφρητικό βολβό, ή το κέντρο της όσφρησης στον εγκέφαλο. Αυτά τα κύτταρα είναι μοναδικά. Αν καταστραφεί ένας νευρώνας στον εγκέφαλο, «τελειώνει μια για πάντα». Όμως οι νευρώνες που υπάρχουν στη μύτη αντικαθιστώνται περίπου κάθε 30 μέρες.
Μια μυρωδιά μπορεί να «χαραχτεί» για πάντα στη μνήμη μας. Μας προκαλεί νοσταλγία, γιατί μας φέρνει στο μυαλό δυνατές εικόνες και συναισθήματα, προτού προλάβουμε να τα επεξεργαστούμε.
Δεν έχουν όμως τα πάντα μυρωδιά.
Σύμφωνα με την Ackerman «χρειαζόμαστε οκτώ μόρια από μια ουσία για να ενεργοποιηθεί ένα ερέθισμα σε μια νευρική απόληξη. Αλλά για να μυρίσουμε κάτι χρειάζεται να ενεργοποιηθούν 40 νευρικές απολήξεις. Πολλά από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, όπως για παράδειγμα γυαλί, χάλυβας, ελεφαντόδοντο, δεν εξατμίζονται σε θερμοκρασία δωματίου, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τα μυρίσουμε.
Επίσης, αν ζεστάνει κανείς ένα λάχανο, θα παρατηρήσει ότι η μυρωδιά του γίνεται πιο έντονη. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποια από τα σωματίδιά του εξατμίζονται και κυκλοφορούν στον αέρα.
Η έλλειψη βαρύτητας κάνει, ακόμη, τους αστροναύτες να χάνουν την αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης. Σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, τα μόρια δεν είναι πτητικά, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εισχωρήσουν βαθιά στη μύτη μας, προκειμένου να ‘καταγραφούν’ ως οσμές».
Τι είναι η όσφρηση και πώς λειτουργεί
Όσφρηση, σύμφωνα με όσα αναφέρει η Wikipedia, είναι η αίσθηση ταυτοποίησης ουσιών μέσω των πτητικών μορίων που εκλύουν. Άλλη αίσθηση ταυτοποίησης των ουσιών είναι η γεύση. Η διαφορά είναι ότι η γεύση λειτουργεί με την επαφή, αν και στον άνθρωπο είναι λιγότερο ανεπτυγμένη από την όσφρηση. Η ταυτοποίηση γίνεται από ειδικές νευρικές απολήξεις στο εσωτερικό της μύτης, οι οποίες στέλνουν το οσφρητικό μήνυμα στον εγκέφαλο. Αντίστοιχο όργανο της μύτης για κάποια έντομα είναι οι κεραίες.
Η όσφρηση μπορεί να πληροφορήσει για τη χημική σύσταση του περιβάλλοντος. Ο οργανισμός με βάση την εμπειρία του μπορεί να ταυτοποιήσει τι είναι αυτό που μυρίζει, αν είναι κάποιο θήραμα ή κάποιο αρπακτικό που δε βλέπει ή ακούει, αν είναι υπάρχει κάτι δηλητηριώδες ή φαγώσιμο στην περιοχή. Η ταυτοποίηση των ουσιών γίνεται από ειδικούς αισθητήρες που είναι νευρικές απολήξεις. Κατά την αναπνοή ή γενικά τη ροή αέρα σωματίδια από την ουσία αιχμαλωτίζονται από τους νευρικούς αισθητήρες και αυτοί ταυτοποιούν το σχήμα και το μέγεθος του σωματιδίου στέλνοντας την πληροφορία στον εγκέφαλο. Κάθε αισθητήρας μπορεί να ταυτοποιήσει έως και εκατό διαφορετικά σωματίδια. Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια με τους αισθητήρες, τόσο πιο ευαίσθητη είναι η όσφρηση.
newsbeast.gr