Η καρδιά αποτελείται από 4 κοιλότητες. Οι δύο πάνω κοιλότητες ονομάζονται κόλποι και βοηθούν να γεμίσουν με αίμα οι κοιλίες. Οι κοιλίες είναι μεγαλύτερες από τους κόλπους και τροφοδοτούν με αίμα τους πνεύμονες καθώς και το υπόλοιπο σώμα.
Ο καρδιακός ρυθμός υπό φυσιολογικές συνθήκες ρυθμίζεται από τον φυσικό καρδιακό βηματοδότη, ο οποίος είναι τοποθετημένος στο πάνω δεξιό μέρος της καρδιάς και ονομάζεται φλεβόκομβος. Είναι μία μικρή ομάδα ειδικών κυττάρων που παράγουν ηλεκτρικά σήματα σε κανονικά διαστήματα. Ο φλεβόκομβος αυτόματα αυξομειώνει τον καρδιακό ρυθμό ανάλογα με τις ανάγκες του σώματος. Για παράδειγμα κατά την διάρκεια ασκήσεως ο καρδιακός ρυθμός αυξάνεται καθώς απαιτείται μεγαλύτερη ροή αίματος στο σώμα.
Η καρδιά είναι ένα όργανο-αντλία, το οποίο, για να συσπασθεί κάθε φορά, απαιτεί ένα μικρό ηλεκτρικό ερέθισμα· μια «σπίθα», η οποία παράγεται και διοχετεύεται από το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς. Το σύστημα αυτό αποτελείται από έναν τόπο παραγωγής και από ένα σύστημα μεταφοράς του ερεθίσματος. Η «σπίθα» που καθορίζει αυτό το ηλεκτρικό ερέθισμα παράγεται από το φλεβόκομβο που βρίσκεται στον δεξιό κόλπο της καρδιάς, ο οποίος αποτελεί τη φυσική μπαταρία μας και καθορίζει το βήμα (ρυθμό) με το οποίο πορεύεται (συσπάται) η καρδιά μας – γι’ αυτό και είναι ο φυσικός μας «βηματοδότης». Το ηλεκτρικό σήμα αποστέλλεται από τον φλεβόκομβο στον κολποκοιλιακό κόμβο, μια δεύτερη ομάδα από ειδικά κύτταρα, η οποία είναι τοποθετημένη κοντά στο κέντρο της καρδιάς. Ο κολποκοιλιακός κόμβος στέλνει τα σήματα στα μυϊκά τοιχώματα των κοιλιών. Από εκεί το ηλεκτρικό ρεύμα φτάνει σ’ έναν κεντρικό κόμβο και μεταδίδεται στις κοιλίες μέσω δύο «καλωδίων», το αριστερό και το δεξιό.
Αυτός ο φυσικός ηλεκτρικός δρόμος είναι πολύ σημαντικός, γιατί όταν τα σήματα φθάνουν στις χαμηλότερες κοιλότητες συσπώνται οι δύο κοιλίες, τροφοδοτώντας έτσι το σώμα με αίμα. Αυτή την σύσπαση της καρδιάς σας μπορείτε να την νιώσετε όταν ψηλαφάτε το σφυγμό σας. Συνήθως οι δυο κοιλίες συσπώνται κλάσματα του δευτερολέπτου μετά τους κόλπους, αφού έχουν γεμίσει με αίμα. Αυτή η ιδανική ακολουθία χρονικού συντονισμού ονομάζεται κολποκοιλιακός συγχρονισμός.
Πότε απαιτείται η χρήση βηματοδότη;
Όταν το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς –είτε η μπαταρία είτε ο κόμβος και τα καλώδια– υποστούν βλάβες και ο καρδιακός ρυθμός πέσει κάτω από τα φυσιολογικά όρια (λιγότερο από 40 παλμούς το λεπτό), διάφορα δυσάρεστα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν, όπως ζαλάδες, δύσπνοια, μειωμένη ικανότητα για φυσική άσκηση ή ακόμη και απώλεια αισθήσεων (συγκοπτικό επεισόδιο). Μερικές φορές ένα απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα είναι αρκετό για να ανιχνεύσει τη βλάβη, ενώ μπορεί να χρειαστούν κι άλλες πιο ειδικές εξετάσεις (24ωρη καταγραφή του ρυθμού με Holter ή ακόμη και ηλεκτροφυσιολογική μελέτη). Αν αυτές οι εξετάσεις επιβεβαιώσουν τη βλάβη, ο ασθενής χρειάζεται βηματοδότη για να λυθεί το πρόβλημα.
Σε ποιες παθήσεις τοποθετείται βηματοδότης;
Σε βλάβες του φλεβοκόμβου:
Μερικές φορές ο φλεβόκομβος σταματά να λειτουργεί σωστά. Μπορεί να αυξομειώνει ακανόνιστα το ρυθμό με τον οποίο στέλνει τα ηλεκτρικά σήματα ή ο ρυθμός των σημάτων είναι πολύ χαμηλός. Οι κοιλότητες της καρδιάς δεν συσπώνται αρκετά συχνά ώστε να παρέχουν ικανοποιητική ποσότητα αίματος στο σώμα.
Τέτοιες παθήσεις είναι:
Μεγάλη φλεβοκομβική βραδυκαρδία, φλεβοκομβικές παύσεις, σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου.
Σε βλάβες του συστήματος αγωγής:
Προβλήματα επίσης μπορεί να παρουσιασθούν και στον ηλεκτρικό δρόμο μεταξύ των κόλπων και των κοιλιών της καρδιάς. Ο φλεβόκομβος στέλνει σήματα τα οποία μπορεί να φτάσουν καθυστερημένα στον κολποκοιλιακό κόμβο ή να μη φτάσουν καθόλου στις κοιλίες. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται κολποκοιλιακός αποκλεισμός. Αν και οι κοιλίες έχουν ένα φυσικό εφεδρικό σύστημα, το οποίο μπορεί συνήθως να παράγει δικά του σήματα, αυτά είναι πολύ αργά. Σαν αποτέλεσμα καρδιακός αποκλεισμός συχνά σημαίνει την αργή κίνηση των κοιλιών, ακόμη και όταν ο φλεβόκομβος στέλνει πιο γρήγορα σήματα σε μία προσπάθεια να αυξήσει τον καρδιακό ρυθμό. Ο καρδιακός αποκλεισμός μπορεί να προκαλέσει το χάσιμο του κολποκοιλιακού συγχρονισμού με άλλα λόγια να προκληθεί κακός συντονισμός στις συσπάσεις μεταξύ κόλπων και κοιλιών. Σαν αποτέλεσμα οι κοιλίες δεν γεμίζουν αρκετά με αίμα πριν από την σύσπαση.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι πιθανοί λόγοι για τον οποίο εμφυτεύεται ένας βηματοδότης όπως σε παθήσεις για λόγους άσχετους με τις βραδυκαρδίες.
Τέτοιες παθήσεις είναι:
Η διατατική και υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια χωρίς ακόμα ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Τι είναι o Βηματοδότης;
Βηματοδότης είναι μια συσκευή που τοποθετείται κάτω από το δέρμα του θώρακα με μια απλή σχετικά επέμβαση και σκοπό έχει να διατηρεί το ρυθμό της καρδιάς, όταν υπάρχουν κάποιες αρρυθμίες ή άλλα νοσήματα της καρδιάς που διαταράσσουν τη συχνότητα με την οποία πάλλεται η καρδιά.
Πρόκειται για μια μικρή συσκευή που λειτουργεί με μπαταρία. Εμφυτεύεται με μια απλή επέμβαση κάτω από το δέρμα. Διαθέτει ένα λεπτό καλώδιο το οποίο φτάνει μέχρι την καρδιά και διοχετεύει ηλεκτρικές διεγέρσεις με σκοπό η καρδιά να πάλλεται με συγκεκριμένη συχνότητα.
Ένας εμφυτευμένος βηματοδότης μιμείται τη δράση του φυσικού μας βηματοδότη. Οι βηματοδότες λειτουργούν κατ’ επίκληση. Αυτό σημαίνει ότι ο βηματοδότης αναμένει το φυσικό ρυθμό στις κοιλίες ή στους κόλπους και όταν ο τελευταίος πέσει κάτω από τα προκαθορισμένα όρια, τότε στέλνει βηματοδοτικούς παλμούς (ερεθίσματα), αρκετά δυνατούς ώστε να εξαναγκάσει την καρδιά να συσπαστεί και να τροφοδοτήσει με αίμα το σώμα.
Οι βηματοδότες παρακολουθούν τον καρδιακό ρυθμό και εάν είναι πολύ αργός, ο βηματοδότης τον επιταχύνει. Επιπλέον, οι περισσότεροι βηματοδότες έχουν αισθητήρες που ανιχνεύουν την κίνηση του σώματος ή το ρυθμό της αναπνοής και στέλνουν μηνύματα στο βηματοδότη να αυξήσει τον καρδιακό ρυθμό κατά την άσκηση, ώστε να ανταποκριθεί ο οργανισμός στις αυξημένες απαιτήσεις αίματος και οξυγόνου.
Ο εμφυτευμένος βηματοδότης αποτελείται από δύο μέρη:
Τη γεννήτρια, η οποία περιλαμβάνει τη μπαταρία και το ηλεκτρικό κύκλωμα που ρυθμίζει το ρυθμό των ηλεκτρικών σημάτων που στέλνονται στην καρδιά.
Τα ηλεκτρόδια: Είναι ένα έως τρία, εύκαμπτα, μονωμένα καλώδια που τοποθετούνται το κάθε ένα σε κοιλότητα της καρδιάς και μεταφέρουν τους ηλεκτρικούς παλμούς.
Υπάρχουν πολλοί τύποι βηματοδοτών με διαφορετικές ενδείξεις ανάλογα με τη περίπτωση. Η βασική διαφορά βρίσκεται στον αριθμό των καρδιακών κοιλοτήτων που βηματοδοτούνται και στην ανάγκη δυνατότητας χρήσης απινίδωσης σε πολύ συγκεκριμένα περιστατικά ασθενών.
Και ο ασύρματος βηματοδότης
Ο βηματοδότης χωρίς ηλεκτρόδια είναι ελληνική εφεύρεση, από επιστήμονες της πανεπιστημιακής, καρδιολογικής κλινικής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης, το οποίο είναι ανάμεσα στα δέκα κέντρα όλης της Ευρώπης, που εφαρμόζει το λεγόμενο ενδοκαρδιακό βηματοδότη χωρίς ηλεκτρόδια. Όπως φανερώνει η ονομασία του, πρόκειται για μία νέα γενιά βηματοδοτών, η οποία δεν φέρει ηλεκτρόδια και είναι εξαιρετικά μικροί σε μέγεθος μόλις 1,5 εκατ.
Η φυσιολογική δραστηριότητα ενός ανθρώπου που έχει βηματοδότη δεν επηρεάζεται ουσιαστικά. Η τακτική ιατρική παρακολούθηση είναι απαραίτητη, με σκοπό να γίνεται σωστά η ρύθμιση του βηματοδότη και να ελέγχεται η καλή λειτουργία του.
Ο πρώτος βηματοδότης τοποθετήθηκε σε άνθρωπο το 1958 και σήμερα περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως φέρουν κάποιου είδους συσκευή αποκατάστασης του καρδιακού ρυθμού – περισσότεροι από 700.000 ασθενείς προστίθενται σε αυτή τη λίστα κάθε χρόνο.
Leave a Comment