Η ακτίνα του λέιζερ μπορεί να εντοπίζει τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας σε πρώιμο στάδιο, σύμφωνα με ερευνητές από την Κίνα. Η τεχνική που έχουν αναπτύξει περιλαμβάνει την εκπομπή ακτίνων φωτός που απορροφώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα καρκινικά κύτταρα σε σύγκριση με τους υγιείς ιστούς του σώματος.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν τα καρκινικά κύτταρα στο φως συνεπάγεται πως είναι δυνατό να ανιχνευθούν στη συνέχεια με τη βοήθεια υπερήχου. Όπως αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα της Daily Mail, με τον τρόπο αυτό όχι μόνο θα ανιχνεύεται η ασθένεια αλλά οι ειδικοί θα μπορούν να διαπιστώσουν και πόσο έχει προχωρήσει.
Επί του παρόντος, το τεστ Παπ είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Εάν το τεστ ανιχνεύσει μη φυσιολογικά κύτταρα, ακολουθεί περαιτέρω εξέταση των κυττάρων αυτών και βιοψία. Αν και το τεστ Παπ έχει συμβάλει στη μείωση των δεικτών θανάτου από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, είναι πιθανό να μην εντοπιστούν ορισμένα περιστατικά ή να ζητηθεί περιττή βιοψία.
Η νέα τεχνική, η οποία ονομάζεται οπτοακουστική απεικόνιση (photoacoustic imaging), δεν απαιτεί τη διεξαγωγή βιοψίας ή τεστ Παπ. Βασίζεται στη θεωρία ότι ο καρκινικός (και ίσως ο προκαρκινικός) ιστός απορροφά περισσότερο φως απ’ ότι ο υγιής ιστός. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στον καρκινικό ιστό παρατηρούνται χαρακτηριστικές μεταβολές, για παράδειγμα σχηματίζονται νέα, μη φυσιολογικά αιμοφόρα αγγεία και υπάρχουν λιγότερες ίνες κολλαγόνου, ενός ανθεκτικού συνδετικού ιστού.
Ο καρκινικός ιστός είναι εμφανής στον υπέρηχο, καθώς η επιπλέον ενέργεια που απορροφάται (φως) μετατρέπεται σε θερμότητα, με αποτέλεσμα τα κύτταρα να διογκώνονται και να εκπέμπουν διαφορετικά ηχητικά κύματα.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το λέιζερ θα εντοπίζει και το στάδιο της ασθένειας χωρίς να χρειάζεται βιοψία, επειδή όσο προχωρά ο καρκίνος τόσο περισσότερη ενέργεια απορροφούν τα κύτταρα.
Η πρωτοποριακή τεχνική έχει δοκιμαστεί σε 30 γυναίκες και τα πρώτα αποτελέσματα είναι πολλά υποσχόμενα.
Σχετική μελέτη των ερευνητών από το Πανεπιστήμιο CSU της Κίνας δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Biomedical Optics Express.
Πηγή: onmed.gr