Λύση στο δίλημμα κάθε σύγχρονης νέας γυναίκας, « παιδί η καριέρα» μάλιστα και σε περίοδο οικονομικής κρίσης, δίνει σήμερα η ιατρική επιστήμη με την μέθοδο κατάψυξης ωαρίων!
Έτσι λοιπόν τη χαρά της μητρότητας μπορούν να απολαμβάνουν πλέον χωρίς κανένα ρίσκο και οι γυναίκες καριέρας , μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής τους ανέλιξης.
Σύμφωνα με στοιχεία γυναικολόγων πολλές Ελληνίδες καταφεύγουν στην λύση αυτή, είτε κάνουν καριέρα είτε μπαίνουν τώρα στη αγορά εργασίας. Μάλιστα πρόσφατα οι εταιρίες apple και facebook συμπεριέλαβαν την κατάψυξη ωαρίων στις εταιρικές κοινωνικές παροχές τους (socialbenefits) για όλα τα γυναικεία στελέχη.
«Η μέθοδος είναι απόλυτα ασφαλής και σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία το ποσοστό επιβίωσης των ωαρίων μετά από υαλοποίηση (vitrification) είναι πολύ υψηλό και κυμαίνεται από 70% μέχρι και 100% ενώ το ποσοστό κύησης κυμαίνεται από 41.6% μεχρι 73,7%» αναφέρει ο Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Αθήνας, τ. Επιμελητής Μαιευτικής Γυναικολογίας του Princess Royal University Hospital London και συνεργάτης των Νοσοκομείων Μητέρα και Υγεία, κ Στέφανος Χανδακάς.
«Η μέθοδος, σύμφωνα με τον Δρ Χανδακά, αυτή είναι η πλέον κατάλληλη για περιπτώσεις γυναικών που θέλουν να διατηρήσουν την γονιμότητα τους και να έχουν περισσότερες πιθανότητες μετά τα 35 χρόνια τους να βιώσουν τον ρόλο της μητέρας».
ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΚΥΗΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΤΑ 35 ΧΡΟΝΙΑ
Μια γυναίκα μπορεί να καταψύξει τα ωάρια της κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής της ηλικίας με στόχο να αυξήσει τις πιθανότητες κύησης αργότερα. Η κατάψυξη ωαρίων προτείνεται να γίνεται σε ηλικία από 25 μέχρι 35 χρόνων, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε γυναίκας: παθολογικό ορμονικό έλεγχο, χαμηλή Αντιμυλλεριανή ορμόνη (ΑΜΗ), χαμηλό απόθεμα ωοθυλακίων μετά από υπερηχογραφικό έλεγχο κ.α
Κι αυτό γιατί οι σύγχρονες συνθήκες ζωής, με τους γρήγορους εργασιακούς ρυθμούς και τη συνεχή οικονομική αβεβαιότητα, έχουν οδηγήσει πολλές γυναίκες στην αναβολή της τεκνοποίησης. Όλο και περισσότερες γυναίκες ξεκινούν να κάνουν παιδί μετά τα 35, αφού έχουν ολοκληρώσει και πραγματοποιήσει τα επαγγελματικά τους σχέδια.
Η επίτευξη κύησης στις ηλικίες αυτές δυσκολεύει δραματικά, δεδομένου ότι μετά τα 35χρόνια αρχίζει να μειώνεται η αναπαραγωγική λειτουργία μιας γυναίκας.
Κι αυτό γιατί οι γυναίκες γεννιούνται με συγκεκριμένο αριθμό ωοθυλακίων στις ωοθήκες τους. Ένα ωάριο ωριμάζει κάθε μήνα και μπορεί να γονιμοποιηθεί. Όσο περνάνε τα χρόνια, τα διαθέσιμα ωάρια σιγά-σιγά λιγοστεύουν σε αριθμό γιατί οι ωοθήκες δεν έχουν τη δυνατότητα να παράγουν νέα (μετά τα 35 απομένει 10% του αποθεματικού). Επίσης μειώνεται και η ποιότητα τους, γιατί δημιουργούνται αλλοιώσεις στο γενετικό τους υλικό με το πέρασμα του χρόνου.
Για παράδειγμα τα ποσοστά επίτευξης κλινικής κύησης με εξωσωματική γονιμοποίηση σε γυναίκες ηλικίας άνω των 40, είναι περίπου 20% και πέφτουν στο 2-4% στην ηλικία των 44-45 χρόνων.
ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΨΥΞΗ ΩΑΡΙΩΝ\
Η συλλογή των ωαρίων γίνεται μετά από κατάλληλη ορμονική διέγερση των ωοθηκών. Τα ωάρια καταψύχονται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία αποφεύγοντας το σχηματισμό κρυστάλλων στο εσωτερικό τους. Όταν είναι επιθυμητή η κύηση, τα ωάρια αποψύχονται και γονιμοποιούνται (με μικρογονιμοποιήση) από το σπέρμα του συζύγου, συντρόφου η δωρητή σπέρματος.
Τα έμβρυα καλλιεργούνται στο εργαστήριο και μεταφέρονται πίσω στο σώμα της γυναίκας. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η εμβρυομεταφορά γίνεται 2 με 3 ημέρες αργότερα χωρίς να είναι απαραίτητη η ορμονική θεραπεία.
Στις μέρες μας η μέθοδος έχει τελειοποιηθεί με την υαλοποίηση (vitrification). Η υαλοποίηση είναι ταχύτατη διαδικασία, με μεγαλύτερη ποσότητα κρυοπροστατευτικού και δίνει υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης στην επόμενη φάση. Η συντήρησή τους γίνεται σε ειδικά δοχεία μέσα σε υγρό άζωτο στους -196ºC, διασφαλίζοντας πως τα ωάρια θα παραμείνουν αναλλοίωτα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Παλαιότερα οι πιο συχνοί αιτιολογικοί παράγοντες που οδηγούσαν σε αυτήν την επιλογή ήταν σοβαρές παθήσεις όπως η ενδομητρίωση, ο καρκίνος μαστού και οι όγκοι ωοθηκών όπως και οι χειρουργικές επεμβάσεις με ή χωρίς χημειοθεραπεία-ακτινοβολία κατά τις οποίες ελαττώνεται ο όγκος των ωοθηκών και συνεπώς των εναπομενόντων ωοθυλακίων – ωαρίων.