Ως λοίμωξη του ουροποιητικού ορίζεται η παρουσία βακτηρίων στα ούρα σε συνδυασμό με τη φλεγμονώδη αντίδραση του ξενιστή. Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού είναι κατά κανόνα ανιούσες.
Οι ουρολοιμώξεις ταξινομούνται σε λοιμώξεις του ανώτερου και κατώτερου ουροποιητικού (με την πυελονεφρίτιδα, κυστίτιδα και προστατίτιδα να είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτών αντίστοιχα), σε μη επιπλεγμένες (95% των ουρολοιμώξεων στις γυναίκες), επιπλεγμένες, υποτροπιάζουσες, επιμένουσες και επαναλοιμώξεις.
Οι φθοριοκινολόνες έχουν ευρύ αντιμικροβιακό φάσμα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα Gram (-) και Gram (+) αερόβια βακτήρια, τα αναερόβια, τα άτυπα αλλά και τα μυκοβακτηρίδια. Αυτό επιτυγχάνεται λόγω της πολύ καλής βιοδιαθεσιμότητας και κατανομής τους στους ιστούς, της υψηλής συγκέντρωσής τους στο πλάσμα και της χαμηλής πρωτεϊνικής τους σύνδεσης. Όσον αφορά τη νορφλοξασίνη, η υψηλή νεφρική κάθαρση που αυτή παρουσιάζει, την καθιστά ιδανική στην αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων.
Ο μικροοργανισμός που συνδέεται συχνότερα με λοιμώξεις του ουροποιητικού είναι το Escherichia Coli (85% στις μη επιπλεγμένες κυστίτιδες των γυναικών). Είναι σημαντικό, επομένως, να γνωρίζουμε την επίπτωση της μικροβιακής αντοχής του στην Ελλάδα. Το ποσοστό αυτό έναντι της νορφλοξασίνης είναι πολύ χαμηλό, καθιστώντας την ιδιαίτερα αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων.
Η νορφλοξασίνη κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1985 από την MSD με την ονομασία NOROCIN®. Πρόσφατα επανακυκλοφόρησε στην Ελληνική φαρμακευτική αγορά με δικαιούχο σήματος τη ΒΙΑΝΕΞ. Ανήκει στις φθοριοκινολόνες που χαρακτηρίζονται από την παρουσία φθορίου στο μόριο τους.
Εξειδικεύοντας στη θεραπεία για κάθε κατηγορία χωριστά, στην οξεία μη επιπλεγμένη κυστίτιδα-ουρηθρίτιδα, η νορφλοξασίνη με το τριήμερο θεραπευτικό σχήμα προσφέρει καλύτερη συμμόρφωση του ασθενούς, μικρότερο κόστος θεραπείας, ενώ παράλληλα, είναι πιο αποτελεσματική έναντι του στρεπτόκοκκου και γονόκοκκου (για τη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα) σε σχέση με τις υπόλοιπες κινολόνες της ίδιας χρονολογικής κατηγορίας.
Όλα τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό επίπτωσης μικροβιακής αντοχής του Escherichia Coli στη νορφλοξασίνη, την καθιστούν θεραπεία εκλογής, ειδικά σε ασθενείς που πρέπει να λάβουν υποχρεωτικά, εμπειρική θεραπεία.
Στις οξείες επιπλεγμένες κυστίτιδες η νορφλοξασίνη έχει σαφές πλεονέκτημα έναντι των άλλων θεραπειών, καθώς είναι η μόνη που μπορεί να χορηγηθεί από του στόματος.
Στις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις – πολύ συχνές στις γυναίκες – η χορήγηση νορφλοξασίνης ως χημειοπροφύλαξη σε δόση 200 mg/ημερησίως για 3 ή 6 μήνες συνιστάται έναντι ενός αντισηπτικού των ούρων.
Η ασυμπτωματική μικροβιουρία σε ασθενείς με μόνιμο ουροκαθετήρα δεν απαιτεί θεραπεία, παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου αναπτύσσεται συμπτωματική λοίμωξη ουροποιητικού. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ουρολοιμώξεις που σχετίζονται με ουροκαθετήρα αποτελούν την κύρια αιτία δευτεροπαθούς βακτηριαιμίας με αποδιδόμενη θνητότητα που φτάνει το 10%. Η χορήγηση νορφλοξασίνης για 2 ημέρες κατά την αλλαγή του ουροκαθετήρα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο αυτό.
Σχετικά με την ανάπτυξη αντοχής στις κινολόνες αυτή πραγματοποιείται σε δύο στάδια μέχρι την εμφάνιση πλήρους αντοχής. Η πρόσφατη χρήση κινολονών αποτελεί σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα. Αυτό ενισχύει τη θέση της νορφλοξασίνης στην αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων καθώς η απουσία της από την φαρμακευτική αγορά για αρκετό διάστημα μειώνει την πιθανότητα ανθεκτικών στελεχών.
Όσον αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες των κινολονών, άξια αναφοράς είναι η εμφάνιση τενοντίτιδας, με την αιμόλυση να μην αναφέρεται για την νορφλοξασίνη σε ασθενείς με έλλειψη G-6-PD.
Συμπερασματικά η νορφλοξασίνη, λόγω της υψηλής νεφρικής της κάθαρσης, της χαμηλής μικροβιακής αντοχής στο Escherichia Coli και την καλύτερη αποτελεσματικότητα έναντι του στρεπτόκοκκου και γονόκοκκου (για την γονοκοκκική ουρηθρίτιδα) σε σχέση με τις υπόλοιπες κινολόνες της ίδιας χρονολογικής κατηγορίας, την καθιστά ιδανική στην αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων.
Πηγή: onmed.gr