Γονιδιακή θεραπεία σταθεροποιεί ή και βελτιώνει ασθενείς με κυστική ίνωση
της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή μοριακή βιολόγος, medlabnews.gr
Μία γονιδιακή θεραπεία για την κυστική ίνωση σταθεροποίησε και βελτίωσε ελαφρώς την κατάσταση δεκάδων ασθενών οι οποίοι υποβλήθηκαν σε αυτήν.
Είναι η πρώτη φορά που μία τέτοια είδους θεραπεία αποδεικνύεται αποτελεσματική εναντίον της νόσου, η οποία οφείλεται σε ελαττωματικές κόπιες ενός γονιδίου που λέγεται CFTR.
Στη νέα μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής καθηγητή Έρικ Άλτον από το Imperial College του Λονδίνου (ICL), και ερευνητές από τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Εδιμβούργου, συμμετείχαν συνολικώς 136 ασθενείς με κυστική ίνωση, από τους οποίους 62 υποβλήθηκαν στην γονιδιακή θεραπεία και οι υπόλοιποι με μία εικονική θεραπεία.
Η κυστική ίνωση είναι σπάνια και η πιο κοινή θανατηφόρα κληρονομούμενη νόσος των Καυκάσιων, παγκοσμίως. Προκαλείται από τη μετάλλαξη ενός γονιδίου στο έβδομο χρωμόσωμα και επηρεάζει πολλά ζωτικά συστήματα του σώματος. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο σχηματισμός παχύρευστων και αφυδατωμένων εκκριμάτων σε διάφορα όργανα και αδένες του σώματος, οδηγώντας στη σταδιακή καταστροφή τους.
Η νέα πειραματική θεραπεία συνίσταται σε λήψη με εισπνοές υγιών αντιγράφων του γονιδίου, με την ελπίδα ότι μόλις εισέλθουν στα κύτταρα του πνεύμονα αυτά θα αρχίσουν να λειτουργούν φυσιολογικά.
Οι 62 ασθενείς που υποβλήθηκαν στη γονιδιοθεραπεία, έκαναν εισπνοές μία φορά το μήνα επί έναν χρόνο με το σκεύασμα που περιείχε τις κόπιες αυτές και η πνευμονική λειτουργία τους παρέμεινε κατά μέσον όρο σταθερή κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα.
Ειδικά όμως σε όσους είχαν τις μεγαλύτερες πνευμονικές βλάβες υπήρξε βελτίωση κατά 6,4%, ενώ αντιθέτως οι πνεύμονες μίας άλλης ομάδας ασθενών οι οποίοι δεν υποβλήθηκαν στην πειραματική θεραπεία, παρουσίασαν επιδείνωση κατά 3-4% στην ίδια χρονική περίοδο.
«Αν και η επίδραση της θεραπείας δεν ήταν ίδια για όλους, καθώς μερικοί ασθενείς αντέδρασαν καλύτερα από άλλους, γενικά τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά», σημειώνει ο Δρ Αλτον.
Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν καταγράφηκαν σημαντικές παρενέργειες και προβλήματα ασφάλειας της νέας θεραπείας.
Τα ευρήματα αυτά, που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Lancet Respiratory Medicine», είναι εφάμιλλα με εκείνα που παρατηρούνται με τη λήψη ορισμένων υπαρχόντων φαρμάκων για τη νόσο, αλλά ο μηχανισμός δράσης είναι διαφορετικός, λένε οι ερευνητές.
Επόμενοι στόχοι τους είναι να δουν πόσο θα διαρκέσουν τα οφέλη που παρατήρησαν, εάν οι μεγαλύτερες δόσεις των υγιών γονιδίων θα είναι πιο αποτελεσματικές, καθώς και αν μπορεί να αυξηθούν οι θετικές εκβάσεις για τους ασθενείς με συνδυασμό της θεραπείας αυτής με άλλες.
Το ελαττωματικό CFTR προκαλεί συνεχή συσσώρευση κολλώδους και παχιάς βλέννας στους πνεύμονες και σε άλλα όργανα (π.χ. ήπαρ, έντερο), με συνέπεια συνεχείς σοβαρές αναπνευστικές λοιμώξεις, που καταστρέφουν σταδιακά τους πνεύμονες.
Χάρη στην πρόοδο της Ιατρικής το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών αυξάνεται διαρκώς και πλέον υπολογίζεται ότι οκτώ στα δέκα παιδιά που θα γεννηθούν στην Ευρώπη με τη νόσο, θα φτάσουν ή θα ξεπεράσουν τα 40-45 χρόνια ζωής.
Το CFTR ανιχνεύθηκε το 1989 και έκτοτε έχουν εντοπιστεί περισσότερες από 2.000 μεταλλαγές του που σχετίζονται με την κυστική ίνωση.
Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε την κυκλοφορία ενός νέου φαρμάκου
Είναι το δεύτερο σκεύασμα που εγκρίνει, μετά το ivacaftor το 2012.
Το νέο φάρμακο είναι συνδυασμός των δραστικών ουσιών ivacaftor και lumacaftor και στοχεύει την υποκείμενη αιτία της νόσου σε άτομα με δύο αντίγραφα της συχνότερης γενετικής μετάλλαξης της νόσου, F508del.
Στα άτομα με δύο αντίγραφα της μετάλλαξης F508del, μια σειρά διαδικασιών εμποδίζουν την πρωτεΐνη CFTR να αποκτήσει το σωστό σχήμα και να φτάσει στην κυτταρική επιφάνεια, οπου είναι απαραίτητη για να ρυθμίσει την ροή του νατρίου και των υγρών εντός και εκτός των κυττάρων των πνευμόνων και άλλων οργάνων.
Η νέα συνδυαστική θεραπεία βελτιώνει την πνευμονική λειτουργία και μειώνει σημαντικά τον ρυθμό των πνευμονικών εξάρσεων που οδηγούν σε εισαγωγή στο νοσοκομείο επιδεινώνοντας την πνευμονική νόσο. Συγκεκριμένα, το lumacaftor συντελεί στη βελτίωση της ελαττωματικής CFTR ώστε να πάρει τη σωστή θέση στην κυτταρική επιφάνεια. Το ivacaftor αυξάνει τη δραστηριότητα της πρωτεΐνης μόλις πάρει τη σωστή θέση, υποστηρίζοντας τη ροή του νατρίου και των υγρών, συντελώντας τελικά στην λέπτυνση της παχιάς βλέννας που συσσωρεύεται στους πνεύμονες των πασχόντων από κυστική ίνωση.
Γενικώς, οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι έως το 2020 θα έχουν αναπτύξει ένα αποτελεσματικότερο θεραπευτικό σχήμα για τους ασθενείς με κυστική ίνωση.
Leave a Comment