Η κλιματική αλλαγή συμβαίνει τώρα. Η αύξηση της θερμοκρασίας παγκοσμίως είναι αδιαμφισβήτητη και φαίνεται από την αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας του αέρα και των ωκεανών, την εκτεταμένη τήξη του χιονιού και του πάγου, και την άνοδο του παγκόσμιου μέσου επιπέδου της θάλασσας. Έντεκα από τα δώδεκα θερμότερα έτη από το 1850 μέχρι σήμερα υπάγονται στην περίοδο 1995-2006. Δυστυχώς, η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια. Ο πλανήτης μας έχει θερμανθεί κατά περίπου 0,75 ° C τα τελευταία 100 χρόνια. Ο ρυθμός αύξησης κατά τα τελευταία 25 χρόνια, ωστόσο, είναι πολύ υψηλότερος, πάνω από 0,18 ° C ανά δεκαετία. Η αύξηση αυτή της θερμοκρασίας υφίσταται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, με τις χερσαίες εκτάσεις να θερμαίνονται ταχύτερα από τους ωκεανούς. Αν δεν ληφθούν μέτρα, οι θερμοκρασίες αναμένεται να αυξηθούν κατά 1,8 – 4 ̊C ως το 2100.
Ο ΠΟΥ έχει ήδη προσδιορίσει τις επιπτώσεις που θα έχουν στην υγεία οι υψηλότερες θερμοκρασίες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και το επιπλέον λιώσιμο των πάγων, του χιονιού, και του παγωμένου εδάφους. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα γίνουν συχνότερα και αναμένεται να επηρεάσουν την παραγωγικότητα των τροφίμων, την ποσότητα και την ποιότητα του νερού, την ποιότητα του αέρα, και την κατανομή φυτών και ζώων. Αυτές οι βλαπτικές επιδράσεις δεν είναι απαραίτητα καινούργιες, ωστόσο η κλιματική αλλαγή αναμένεται να τις κάνει πολύ χειρότερες.
Ένα πρόβληµα µε τέτοιου είδους αποτελέσµατα είναι πως η υγεία επηρεάζεται από µια πληθώρα παραγόντων, και εποµένως, είναι δύσκολο να µετρηθεί αποκλειστικά η επιρροή της κλιµατικής αλλαγής στην υγεία και να αποµονωθούν όλοι οι άλλοι παράγοντες. Παρά όµως αυτή τη δυσκολία, και µε δεδοµένο ότι η κλιµατική αλλαγή επιδρά σε πολλές συνιστώσες της ανθρώπινης υγείας, οι επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής στην υγεία έχουν ανακύψει ως ένα µείζον ζήτηµα που αφορά όχι µόνο θεωρητικά την ιατρική και την περιβαλλοντολογική επιστήµη, αλλά που έχει ως επί το πλείστον πρακτική σηµασία, φανερώνοντας την ανάγκη για χάραξη σχετικών κοινωνικοοικονοµικών πολιτικών.
Η κλιµατική αλλαγή επηρεάζει τον ανθρώπινο οργανισµό µε άµεσο και έµµεσο τρόπο. Η άµεση έκθεση πραγµατοποιείται µέσα από τις µεταβαλλόµενες καιρικές συνθήκες, όπως η θερµοκρασία, οι βροχοπτώσεις, η άνοδος της στάθµης της θάλασσας και τα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόµενα. Η έµµεση έκθεση οφείλεται στη χαµηλότερη ποιότητα του νερού, του αέρα και του φαγητού, καθώς και στις µεταβολές του οικοσυστήµατος, της γεωργίας, της βιοµηχανίας, των οικισµών και της οικονοµίας. Κατά συνέπεια, η κλιµατική αλλαγή αυξάνει παγκοσµίως τις ήδη υπάρχουσες ασθένειες αλλά δηµιουργεί και νέες, ενώ µπορεί να οδηγήσει και σε πρόωρο θάνατο.
Αυτοί που θα υποφέρουν θα είναι τα πιο ευάλωτα άτομα, και συγκεκριμένα τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι φτωχοί και, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, όσοι πάσχουν ήδη από ασθένειες και όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.
Οι πλέον ευάλωτες ομάδες λόγω της κλιματικής αλλαγής θα είναι:
• Οι ηλικιωμένοι
• Τα παιδιά
• Τα άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας που βρίσκονται σε συνεχή ιατρική παρακολούθηση
• Οι φτωχοί με προβληματική διατροφή και υποσιτισμό που κατοικούν σε περιοχές χαμηλού εισοδήματος με δύσκολη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
• Οι κάτοικοι νησιώτικων και ορεινών περιοχών που παρατηρείται λειψυδρία και εξεύρεσης υγιεινής τροφής.
• Μετανάστες που βρίσκονται σε κοινωνικό αποκλεισμό από την αγορά εργασίας τις κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες.
Οι επιπτώσεις που έχει η κλιµατική αλλαγή στην υγεία µπορούν χοντρικά να ενταχθούν στις εξής τρεις κατηγορίες (WHO, 2003):
α) Επιπτώσεις που είναι άµεσες και συνήθως προκαλούνται από ακραία καιρικά φαινόµενα (π.χ. θάνατοι από καύσωνες).
β) Έµµεσες επιπτώσεις που προκαλούνται ως συνέπεια περιβαλλοντικών αλλαγών και οικολογικών διαταραχών που οφείλονται στην κλιµατική αλλαγή (π.χ. αυξανόµενη απειλή από ασθένειες που µεταφέρονται από τα κουνούπια ή τα τρωκτικά).
γ) Οι διάφορες επιπτώσεις που προκαλούνται σε πληθυσµούς που πλήττονται από την υποβάθµιση του περιβάλλοντος και από οικονοµικά προβλήµατα λόγω της κλιµατικής αλλαγής (π.χ. διατροφικά ή ψυχολογικά προβλήµατα).
Αγγειοκαρδιακές και αναπνευστικές παθήσεις επιδεινώνονται με την αύξηση της θερμοκρασίας όπως και άλλες αρρώστιες. Αυξημένοι τραυματισμοί, ψυχολογικές διαταραχές και απ’ ευθείας θάνατοι μπορεί να επέλθουν από τα ισχυρά και εκτεταμένα κύματα καύσωνα αλλά και από πλημμύρες, καταιγίδες, και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αν και ίσως σε πιο ψυχρά κλίματα θάνατοι από κρυοπαγήματα να μειωθούν ή εξαφανιστούν, το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρό για να εξισορροπήσει τις αρνητικές επιπτώσεις.
Πιθανή είναι επίσης η αύξηση των επιδημιών.
Κατηγορίες επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην υγεία
α) Άσθμα, αναπνευστικές αλλεργίες και ασθένειες από τον ατμοσφαιρικό αέρα
β) Νεοπλάσματα
γ) Καρδιοαναπνευστικά προβλήματα και εμφράγματα
δ) Τροφιμογενείς ασθένειες και λοιμώξεις
ε) Νοσηρότητα και θνησιμότητα από τη ζέστη
στ) Επιπλοκές στην ανθρώπινη ανάπτυξη
ζ) Ψυχική υγεία και διαταραχές άγχους
η) Νευρολογικές διαταραχές
θ) Ασθένειες που προκαλούνται από φορείς
ι) Ασθένειες που προκαλούνται από το νερό
ια) Νοσηρότητα και θνησιμότητα από τον καιρό (ακραία καιρικά φαινόμενα)
Ασθένειες που µεταφέρονται από τρωκτικά και από τσιµπούρια είναι ασυνήθιστες στην Ευρώπη. Αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να προσδιορίζουν πόσο επηρεάζει η αλλαγή του κλίµατος τη συχνότητα των ασθενειών αυτών, δε θεωρείται ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας. Το ίδιο ισχύει και για την λεϊσµανίαση, της οποίας καταγράφονται λίγες εκατοντάδες κρούσµατα ετησίως, ως επί το πλείστον σε ανοσοκατεσταλµένα άτοµα (δηλ. σε άτοµα µε ασθενές ανοσοποιητικό σύστηµα, όπως για παράδειγµα, φορείς του HIV). Η πανούκλα είναι ανύπαρκτη στην Ευρώπη και συντατάται σπάνια σε άτοµα που ταξιδεύουν στην Ευρώπη από άλλες χώρες. Ενδεχόµενη απειλή µπορούν να αποτελέσουν η νόσος του Lyme και η εγκεφαλίτιδα που µεταφέρεται από τσιµπούρια, ασθένειες οι οποίες θεωρούνται ήδη ενδηµικές στην Ευρώπη. Με την κλιµατική αλλαγή, είναι πιθανό κρούσµατα εγκεφαλίτιδας να αρχίσουν να εµφανίζονται και σε περιοχές που βρίσκονται σε µεγαλύτερα υψόµετρα και γεωγραφικά πλάτη. Η µεγαλύτερη συχνότητα των πληµµυρών λόγω της κλιµατικής αλλαγής ενδέχεται να αυξήσει και τους κινδύνους από τις ασθένειες αυτές.
Πολλά από τα βακτήρια που προκαλούν τέτοιες ασθένειες βρίσκουν καταφύγιο μέσα στα άλγη και τους ζωοπλαγκτονικούς οργανισμούς. Η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί την άνθιση των άλγεων και επομένως τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων αυτών ενώ πολλές φορές μεταλλάσσονται γενετικά σε καινούρια και ανθεκτικότερα είδη. Οι λοιμώξεις αυτές μεταδίδονται κυρίως μέσω του νερού. Έτσι όταν το νερό είναι λίγο και κακής ποιότητας, και οι άνθρωποι πολλοί και απροστάτευτοι (χωρίς τροφή, εμβολιασμούς και περίθαλψη), το ξέσπασμα μιας επιδημίας μπορεί να αποβεί μοιραίο για χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως παιδιά.
Σχετικά µε τα κρούσµατα σαλµονέλας, εκτιµά ότι έως το 2020, ο µέσος ετήσιος αριθµός κρουσµάτων που θα οφείλονται στην κλιµατική αλλαγή ανέρχεται σε περίπου 20.000. Την ίδια τάση φαίνεται να ακολουθούν και άλλες ασθένειες που προέρχονται από τα τρόφιµα, αν και πρέπει να σηµειωθεί ότι τα πραγµατικά περιστατικά ενδέχεται να είναι σαφώς λιγότερα, αφού οι πληθυσµοί ενδέχεται να προσαρµοστούν στα νέα δεδοµένα υιοθετώντας καλύτερες πρακτικές στην ετοιµασία και στην αποθήκευση των τροφίµων.
Επίσης έχει εκτιμηθεί ότι μια άνοδος της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς Κελσίου θα οδηγήσει σε αύξηση κατά 15% της βίαιης και εγκληματικής συμπεριφοράς κατά προσώπων και επίσης σε αύξηση πάνω από 50% της μαζικής βίας μεταξύ ομάδων του πληθυσμού που ζουν σε ίδιες περιοχές του πλανήτη ως το μέσον του αιώνα μας. Βασική αιτία της αύξησης της βίας είναι το γεγονός ότι οι κλιματικές αλλαγές έχουν αρνητικές επιπτώσεις κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Επιπλέον φαίνεται ότι η άνοδος της θερμοκρασίας κάνει τους ανθρώπους πιο αγχώδεις, νευρικούς και επιθετικούς.
Οι σημαντικότερες επιπτώσεις όμως είναι, όχι οι άμεσες αλλά, αυτές που θα ακολουθήσουν λόγω της διαταραχής των οικοσυστημάτων και των φυσικών πόρων σε συνδυασμό με την κακή ή ελλιπή ιατρική περίθαλψη. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εκτίθενται σε αρρώστιες από τη μόλυνση και ρύπανση του άμεσου περιβάλλοντος, όπως διάρροιες, υποσιτισμός και πείνα, άσθμα και άλλες αλλεργικές παθήσεις. Αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί εξάπλωση των ασθενειών που μεταδίδονται από έντομα (π.χ. κουνούπια), δεδομένου ότι τα έντομα αυτά εξαπλώνονται σε μεγαλύτερα πλάτη αλλά και ύψη. Ο βαρύς χειμώνας βοηθά να σκοτωθούν οι προνύμφες των εντόμων. Η άνοδος της θερμοκρασίας σε πολλές περιοχές πέρα από τις τροπικές, έχει οδηγήσει να περνά ο χειμώνας με θερμοκρασίες άνω των 15οC με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται τα έντομα και κυρίως τα κουνούπια με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό συμβαίνει πιά και σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι ασθένειες άγνωστες ή που είχαν εκλείψει βρίσκονται σε αύξηση.
Η όλη κατάσταση επιτείνεται με την μετακίνηση πληθυσμών σε ασφαλέστερα μέρη, οπότε υπάρχει και αύξηση νοσημάτων σε μέρη που δεν είχαν προσβληθεί.
Σε βάθος χρόνου, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος στην υγεία μπορεί να μην προκαλείται από οξέα συμβάντα, όπως φυσικές καταστροφές ή επιδημίες, αλλά και από τη σταδιακή συσσώρευση πίεσης στα φυσικά, οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που στηρίζουν την υγεία, και τα οποία βρίσκονται ήδη υπό πίεση σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου. Οι σταδιακές αλλαγές στη διαθεσιμότητα του γλυκού νερού, οι μεταβολές στην παραγωγή τροφίμων, και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τον κίνδυνο ακόμα και εμφύλιων συρράξεων.
Η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί πλέον να θεωρείται απλώς ένα περιβαλλοντικό ή αναπτυξιακό ζήτημα. Η σημαντικότερη απόρροια της είναι ότι θέτει σε κίνδυνο την προστασία και βελτίωση της ανθρώπινης υγείας και ευημερίας. Είναι αναγκαία η καλύτερη εκτίμηση της διάστασης του προβλήματος «κλιματική αλλαγή» τόσο για την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής και την από κοινού δέσμευση για την αντιμετώπιση του.
Η ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας πρέπει να αποτελέσει κεντρικό άξονα για την προσαρμογή και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για να ενισχυθεί η υγεία παγκοσμίως και να υπάρξει αποτελεσματική απάντηση στην κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν συνολικά οι πολίτες, οι επαγγελματίες υγείας, οι δημόσιοι φορείς υγείας, καθώς και οι πολιτικοί ηγέτες.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com