Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι γιατροί της αρχαιότητας το συνιστούσαν σαν φάρμακο σε πολλές περιπτώσεις, ενώ μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται η θεραπευτική του αξία στην καθ’ έξιν δυσκοιλιότητα, στις καρδιοπάθειες, στην αναιμία, στην αδενοπάθεια και σε περιπτώσεις κατάπτωσης και αδυναμίας του οργανισμού.
Πιο συγκεκριμένα:
- Το μέλι δρα κατά της κοπώσεως και αυτό πετυχαίνεται με αποθήκευση της φρουκτόζης που περιέχει στο συκώτι ως γλυκογόνο. Εκεί μετατρέπεται σε γλυκόζη, αυξάνοντας έτσι την περιεκτικότητα της στο αίμα. Ευκολύνει την αφομοίωση του ασβεστίου, δραστηριοποιεί την οστεοποίηση.
- Γιατρεύει ή ανακουφίζει τις εσωτερικές διαταραχές, τα έλκη του στομάχου, την αϋπνία, τους πονόλαιμους, μερικές καρδιακές παθήσεις και γενικά έχει ευεργετική επίδραση και στην καρδιά, αυξάνει τις αιμογλοβίνες του αίματος και τη μυϊκή δύναμη, κ.α
- Σε εξωτερική χρήση θεραπεύει τα εγκαύματα, τις πληγές και τις ρινοφαρυγγικές παθήσεις χάρη στην ινχιδίνη που του προσδίδει βακτηριοστατικές ιδιότητες.
Η χαμηλή περιεκτικότητα του μελιού σε υγρασία, το υπεροξείδιο του υδρογόνου και η οξύτητα (μέσο pH 3,9) είναι αφιλόξενα για τα βακτήρια και δίνουν στο μέλι τις αντιβακτηριακές ιδιότητές του. Οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες πιστεύεται ότι οφείλονται σε αντιοξειδωτικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της χρυσίνης (τύπος φλαβονοειδούς), της βιταμίνης C και της καταλάσης (ένα ένζυμο). Οι ιδιότητες του μελιού εξαρτώνται πιθανώς από την πηγή προέλευσης, τη σύσταση και τη δόση.
Μπορεί να βοηθήσει και στο αδυνάτισμα;
Το μέλι έχει γλυκαιμικό δείκτη (GI) γύρω στο 55, οπότε κατηγοριοποιείται μεταξύ των τροφίμων με χαμηλό και μέτριο GI, τα οποία οδηγούν σε χαμηλότερη αύξηση της γλυκόζης στο αίμα σε σύγκριση με τα τρόφιμα υψηλού GI.
Τα νεότερα στοιχεία που δείχνουν ότι το μέλι μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα ορμονών στο έντερο και να προάγει τον κορεσμό θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές, αλλά υποδεικνύουν ίσως κάποιο ρόλο για το μέλι στη διαχείριση του σωματικού βάρους. Επίσης, από ερευνητικά στοιχεία φαίνεται ότι η καθημερινή κατανάλωση μελιού μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στα λιπίδια του αίματος, χωρίς αύξηση του σωματικού βάρους, σε σύγκριση με ισοδύναμες ποσότητες σακχαρόζης. Ωστόσο, η μελέτη αυτή εξέτασε μόνο 70 g μελιού την ημέρα, ποσότητα ισοδύναμη με 3,5 μερίδες (~200 kcal).
Πολλές άλλες μελέτες για τις ιδιότητες του μελιού στην υγεία, βασίζονται επίσης σε σχετικά υψηλές προσλήψεις. Η αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης από οποιαδήποτε πηγή ενέργειας πάνω από τις ενεργειακές ανάγκες θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση βάρους, εκτός αν εξισορροπείται από αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.