Αν αυτά βρίσκονται μέσα στα επιθυμητά όρια, τότε πρέπει να ελέγχονται περίπου κάθε 5 χρόνια. Ωστόσο, αν διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα τότε τη συχνότητα του ελέγχου την καθορίζει ο γιατρός. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο κληρονομικό πρόβλημα είναι πιθανό ο γιατρός να συστήσει να εξετασθούν και τα ανήλικα παιδιά μιας οικογένειας.
Ποιες είναι οι επιθυμητές τιμές:
Για την ολική χοληστερόλη: επίπεδα κάτω από 200 mg/dL θεωρούνται επιθυμητά, από 200 έως
240 mg/dL οριακά αυξημένα και πάνω από 240 mg/dL αυξημένα.
Για την “καλή” (ΗDL) χοληστερόλη: επίπεδα κάτω από 40 mg/dL στον άνδρα και κάτω από 50 mg/dL στη γυναίκα θεωρούνται χαμηλά.
Για την “κακή” (LDL) χοληστερόλη: επίπεδα κάτω από 100 mg/dL θεωρούνται ιδανικά, από 100 έως 130 mg/dL σχεδόν ιδανικά, από 130 έως 160 οριακά αυξημένα, από160 έως 190 mg/dL αυξημένα και πάνω από 190 mg/dL πολύ αυξημένα.
Την ίδια ώρα, τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων νηστείας διακρίνονται ως εξής:
• φυσιολογικά όταν είναι μικρότερα από 150 mg/dL
• οριακά αυξημένα όταν είναι από 150 έως 200 mg/dL
• αυξημένα όταν είναι από 200 έως 500 mg/dL, και
• πολύ αυξημένα όταν είναι πάνω από 500 mg/dL.
Όταν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης είναι μεγαλύτερα από τις τιμές-στόχο που συνιστώνται ανάλογα με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο του κάθε ατόμου τότε πρέπει να ξεκινήσει η θεραπεία μείωσής τους. Αυτή η θεραπεία περιλαμβάνει την εφαρμογή μη φαρμακευτικών μέτρων, καθώς και τη χορήγηση φαρμάκων.
Τα μη φαρμακευτικά μέτρα για τη μείωση της “κακής” χοληστερόλης και επομένως και του καρδιαγγειακού κινδύνου περιλαμβάνουν την άμεση διακοπή του καπνίσματος για τους καπνιστές, την απώλεια σωματικού βάρους για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα, την υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής και τέλος τη σωματική άσκηση.