Είναι θέμα ηθικών αξιών; σεβασμού προς το εαυτό μας και το σύντροφο; Ωριμότητας, βιωμάτων, γονιδίων ίσως;
Τελικά πόσο συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι δεν είναι πιστοί στο σύντροφό τους, σε αντίθεση με εκείνους που δηλώνουν μονογαμικοί και το εννοούν; Μπορούμε να προβλέψουμε και να προκρίνουμε πως κάποιος είναι πιο επιρρεπής στην απιστία σε σχέση με κάποιον άλλο; Σύμφωνα με μια πρόσφατη αμερικανική έρευνα, αυτό είναι εφικτό.
Εκείνοι που διαθέτουν το «μικρόβιο» της απιστίας, λοιπόν, είναι άτομα με άξια λόγου σεξουαλική εμπειρία, η οποία επιβεβαιώνεται τόσο από τον αριθμό των ερωτικών παρτενέρ όσο και από τον αριθμό των σχέσεων/χωρισμών που έχουν βιώσει. Επίσης είναι άτομα που διαθέτουν αυξημένες ευκαιρίες να απιστήσουν, επειδή αισθάνονται ότι μπορούν π.χ. λόγω συνηθειών ή δουλειάς να συναντιούνται μυστικά με το παράνομο πρόσωπο. Ταυτόχρονα ως χαρακτήρες κατέχονται από στρες είτε λόγω χαρακτήρα- για παράδειγμα έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση- είτε λόγω συνθηκών. Στην τελευταία κατηγορία λογίζονται άτομα που περνάνε μια αγχωτική περίοδο στη δουλειά ή στο σπίτι. Η ηλικία λειτουργεί-υποτίθεται- αντιστρόφως ανάλογα με την ευκολία που απατά κανείς, δηλαδή όσο μεγαλώνεις τόσο πιο δύσκολα το κάνεις. Τέλος, γενετικοί και ορμονικοί παράγοντες συμβάλλουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα φάουλ γίνονται το καλοκαίρι, όπου οι ορμόνες βαράνε στα «κόκκινα».
Ποιοι απατούν περισσότερο;
Είναι οι άντρες ή οι γυναίκες τα πιο άπιστα πλάσματα; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, σύμφωνα με τους επιστήμονες κι αυτό γιατί «από τη στιγμή που η απογοήτευση που προκαλεί η απιστία είναι τόσο μεγάλη, πολλοί διστάζουν να απαντήσουν με ειλικρίνεια στις σχετικές έρευνες γιατί αισθάνονται ντροπή. Το ταμπού αυτό συναντάται κυρίως στις γυναίκες, οι οποίες είναι πιο πιθανό να πούνε ψέματα», εξηγεί ο επικεφαλής τη έρευνας, Καθηγητής Ψυχολογίας Andreas Vossler, συμπληρώνοντας πως το ποσοστό είναι μάλλον 50/50.