«Πίσω από τις γραβάτες υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται, που δίνουν αγώνα επιβίωσης» απαντά ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Βασίλης Αλεξανδρής, προαναγγέλλοντας μέσω των «ΝΕΩΝ» ότι οι δικηγόροι ετοιμάζονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη για το Ασφαλιστικό. «Σε ένα κράτος δικαίου η νομοθετική εξουσία δεν είναι ανέλεγκτη. Οι επιλογές της ελέγχονται από τη δικαστική εξουσία ως προς την τήρηση του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου» λέει χαρακτηριστικά, δίνοντας το στίγμα των επόμενων κινήσεων. Προσθέτει πως «η αντιμετώπιση του προβλήματος από την κυβέρνηση είναι λυπηρή». Αποκαλύπτει μάλιστα πως σε παλαιότερη συνάντηση ρώτησε τον υπουργό Εργασίας πώς θα πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες τις τετραπλασιασμένες εισφορές τους όταν αδυνατούν να πληρώσουν τις σημερινές, για να λάβει την εξής απάντηση: «Αυτό είναι το στοίχημα».
Οι δικηγόροι τους τελευταίους τέσσερις μήνες απέχουν από τα καθήκοντά τους. Τώρα που ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για το οποίο παλεύετε, ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Ποια είναι η αποτίμηση της συλλογικής απόφασης από τους προέδρους όλων των Δικηγορικών Συλλόγων;
Δεν υπάρχει ακόμη οριστική αποτίμηση. Αλλωστε, κατά τη συνάντησή μας με τον υπουργό Εργασίας διαπιστώσαμε ότι ο νόμος, παρά την ψήφισή του, τελεί «υπό διαμόρφωση» ως προς τις τελικές του προβλέψεις. Πάντως, την παρούσα στιγμή η αποτίμηση έχει διττό χαρακτήρα:
Πρώτον, το δικηγορικό σώμα πρωτοστάτησε σε έναν δύσκολο αγώνα. Σθεναρά και με σοβαρότητα αντιμετώπισε μια κυβερνητική επιλογή, που πλήττει την επαγγελματική του υπόσταση και αξιοπρέπεια, που δοκιμάζει θεσμούς και αρχές του κράτους δικαίου. Απέναντι στην επιλογή αυτή, τηρήσαμε τη στάση που οφείλαμε για την προάσπιση του δικηγορικού λειτουργήματος και του Συντάγματος. Οι διαπιστώσεις μας για τον δυσανάλογα επαχθή χαρακτήρα των ρυθμίσεων και τη μη βιωσιμότητα του ισχύοντος πλέον Ασφαλιστικού συστήματος ήταν απόλυτα τεκμηριωμένες, με αριθμούς και επιχειρήματα. Η θέση μας για την αντισυνταγματικότητα του νόμου επιβεβαιώθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, την ΚΕΝΕ και την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής. Στο ερώτημα γιατί η κυβερνητική πλειοψηφία κώφευσε στις αιτιάσεις αυτές, την απάντηση οφείλει να δώσει η ίδια.
Δεύτερον, από τα τέλη Ιανουαρίου 2016 μέχρι την ψήφιση του νόμου υπήρξαν ορισμένες αλλαγές του κυβερνητικού σχεδίου. Μετά τη συνάντηση των επιστημονικών φορέων με τον Πρωθυπουργό ανακοινώθηκαν «μειώσεις» στις εισφορές των νέων ασφαλισμένων (για την πρώτη πενταετία). Επιπλέον προβλέφθηκαν «εκπτώσεις» στις εισφορές για εισοδήματα από 7.000 ευρώ και πάνω για μεταβατική περίοδο τεσσάρων ετών. Αυτές οι «βελτιώσεις» που επιτύχαμε, δεν επιλύουν βεβαίως τα καίρια προβλήματα του νόμου. Τα αιτήματά μας αφορούν μια μόνιμη και βιώσιμη λύση. Μια λύση που απαντά και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Πάντως, ακόμη κι αυτές οι προσωρινές ρυθμίσεις είναι – δυστυχώς – πιθανό να αναθεωρηθούν άμεσα, πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι του τυπογραφείου.
Τι χάνει ένας δικηγόρος με τα νέα μέτρα;
Κατά παράβαση του Συντάγματος, χάνει το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος της εργασίας του, τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης, την προοπτική της επαγγελματικής του ανάπτυξης.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ενας δικηγόρος με εισόδημα 15.000 ευρώ σήμερα πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές συνολικού ύψους 3.450 ευρώ. Με τις πάγιες ρυθμίσεις του νέου νόμου θα καταβάλλει εισφορές 5.692 ευρώ. Λόγω της σύνδεσης των εισφορών με το εισόδημα, όσο αυξάνεται το εισόδημα αυξάνεται εκθετικά η εισφοροδοτική επιβάρυνση. Ολα αυτά συνδυάζονται με ακόμη πιο επαχθή φορολογικά μέτρα όπως η επιδείνωση των φορολογικών συντελεστών για εισοδήματα πάνω από 20.000 ευρώ, η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης που πλήττει εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ, η συνέχιση της αδικαιολόγητης εξαίρεσής μας από το αφορολόγητο και η αύξηση του ΦΠΑ στο 24%.
Επίσης δεν μπορώ να αγνοήσω μια δυσοίωνη πραγματικότητα: νέοι δικηγόροι, που τη σημερινή εποχή της κρίσης βρήκαν επαγγελματική στέγη σε παλαιότερους συναδέλφους, ίσως – κατ’ ανάγκη – βρεθούν αντιμέτωποι με την πόρτα της εξόδου και την ανεργία.
Τι απαντάτε σε όλους εκείνους που κατά διαστήματα κάνουν λόγο για το κίνημα της γραβάτας και αφήνουν σκιές περί φοροδιαφυγής στους δικηγόρους;
Οσοι αντιδρούν με αυτό τον τρόπο δεν επιχειρηματολογούν. Σκιαμαχούν. Μετατοπίζουν τη συζήτηση για να θολώσουν το τοπίο.
Πίσω από τις γραβάτες υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται, που δίνουν αγώνα επιβίωσης.
Οι αφορισμοί και οι γενικόλογες κρίσεις είναι εξ ορισμού άδικες. Η εύκολη και ανέξοδη στοχοποίηση ενός κλάδου δεν δίνει απάντηση σε κανένα πρόβλημα.
Ολους αυτούς τους μήνες έχετε στείλει διάφορες επιστολές σε πολιτικά πρόσωπα, υπουργούς, αρχηγούς κομμάτων. Βρήκατε συμμάχους στον αγώνα σας;
Η αντιπολίτευση έδειξε να αφουγκράζεται τον αγώνα μας και να συμμερίζεται τα επιχειρήματά μας. Ας μη γελιόμαστε όμως. Σε μια χώρα με παράδοση αυστηρής κομματικής πειθαρχίας, κρίσιμη είναι πάντα η στάση της συμπολίτευσης. Παρά την κατ’ ιδίαν επίνευση πολλών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που έλαβε μάλιστα τη μορφή κατάθεσης τροπολογιών προς τη σωστή κατεύθυνση, εντέλει το κομματικό καθήκον υπερίσχυσε, με αποτέλεσμα να ψηφιστεί το χειρότερο Ασφαλιστικό που είχαμε ποτέ.
Μετά την ψήφιση των μέτρων ποια είναι η επόμενη μέρα στον χώρο της δικηγορίας;
Η διεκδικητική προσπάθεια δεν μπορεί να τερματιστεί ύστερα από έναν τετράμηνο αγώνα, που απέδειξε την αποφασιστικότητα και την ωριμότητα του δικηγορικού σώματος. Σταθερό σημείο αναφοράς παραμένει η επιδίωξη ενός δίκαιου, ορθολογικού και βιώσιμου συστήματος.
Συνεχίζουμε να επιδιώκουμε όσες τροποποιήσεις είναι ρεαλιστικά εφικτές και αναγκαίες, χωρίς να υποχωρούμε από το πλαίσιο που έχουμε θέσει εξ αρχής.
Μιλήστε μας με δυο – τρία απλά παραδείγματα, με αριθμούς για τις υποχρεώσεις που θα πρέπει να πληρώσει ένας δικηγόρος για να μπορεί το γραφείο του να είναι βιώσιμο.
Από την αρχή τονίσαμε ότι ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα προϋποθέτει την τήρηση της αρχής της ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και παροχών, με ταυτόχρονη προστασία των νέων και των χαμηλοεισοδηματιών. Πρόκειται για αυτονόητες προϋποθέσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου. Για να σας δώσω άλλο ένα ενδεικτικό παράδειγμα: ένας δικηγόρος με εισόδημα 15.000 ευρώ τον χρόνο θα κληθεί να καταβάλει για ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις 8.510 ευρώ, θα του μείνουν δηλαδή περίπου 7.500 ευρώ για να ζήσει. Με όρους πραγματικής ζωής, τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει εκ μέρους της κυβέρνησης και δεν έγινε ώστε να επιστρέψουν οι δικηγόροι και να μη συνεχίσει να βουλιάζει η Δικαιοσύνη;
Κατ’ αρχάς, η Δικαιοσύνη δεν βουλιάζει εξαιτίας της αποχής των δικηγόρων. Πρόκειται όχι απλώς για μια εσφαλμένη παραδοχή αλλά για ένα ακραίο λάθος. Η Δικαιοσύνη αργοπορεί λόγω πολλών παραγόντων, που ανάγονται σε διαχρονικές παραλείψεις. Είναι ζήτημα προϋπολογισμού του κράτους, αριθμού υπαλλήλων και δικαστών, εκπαίδευσης, μηχανοργάνωσης και κτιριακών υποδομών.
Εν προκειμένω, η κυβέρνηση όφειλε: Πρώτον, να προχωρήσει σε έναν ουσιαστικό διάλογο με βάση συγκεκριμένη αναλογιστική μελέτη, ώστε να γνωρίζουμε τα δεδομένα του προβλήματος και να μην πυροβολείται ένας κλάδος στα τυφλά. Δεύτερον, να τηρήσει εμπράκτως τις βασικές αρχές δικαιοσύνης, διαγενεακής και κοινωνικής αλληλεγγύης, και ανταποδοτικότητας.
Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Ακολούθησε έναν μοναχικό και ατελέσφορο δρόμο, που την αποξένωσε πλήρως από το δικηγορικό σώμα.
Ορισμένοι κατηγορούν τους δικηγόρους γιατί έχουν βαλτώσει οι μεγάλες δίκες, έχουν μειωθεί τα έσοδα του Δημοσίου από τις αναβολές των δικών και οι ρυθμοί στην απονομή της δικαιοσύνης έχουν βυθιστεί ακόμα περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν. Τι απαντάτε στους πολίτες που περιμένουν να βρουν το δίκιο τους;
Η κυβέρνηση εξώθησε τους δικηγόρους στο ύστατο μέσο της αποχής, ως έσχατης λύσης για την προάσπιση της επαγγελματικής τους αξιοπρέπειας και επιβίωσης.
Σε ο, τι αφορά τις δίκες, ας μην αποπροσανατολίζουμε την κοινή γνώμη. Οπου υπήρχε κίνδυνος παραγραφής ή απώλειας δικαιώματος, οι σχετικές υποθέσεις δικάστηκαν και δικάζονται κανονικά κατά τη διάρκεια της αποχής.
Η Δικαιοσύνη δεν είναι οικονομικό μέγεθος αλλά δημόσια λειτουργία. Δεν μπορεί να αναλυθεί με τα κριτήρια της προσφοράς και της ζήτησης. Αλίμονο αν αποφασίζουμε με βάση τα μεγαρόσημα.
Σε πρόσφατο άρθρο σας στα «ΝΕΑ» είχατε αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου δεν συνιστά το τέλος του αγώνα του δικηγορικού σώματος για τη διαμόρφωση ενός ορθολογικού και δίκαιου ασφαλιστικού συστήματος. Τον λόγο θα έχει πλέον, μεταξύ άλλων, και η Δικαιοσύνη;
Σε ένα κράτος δικαίου η νομοθετική εξουσία δεν είναι ανέλεγκτη. Οι επιλογές της ελέγχονται από τη δικαστική εξουσία, ως προς την τήρηση του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου. Τον τελευταίο λόγο συνεπώς θα έχει η Δικαιοσύνη – σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο – στην οποία έχουμε δηλώσει ότι θα προσφύγουμε. Ηδη εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση.
Υστερα από όλα αυτά, αν καθόσασταν στο ίδιο τραπέζι απέναντι από τον Πρωθυπουργό τι θα του λέγατε για τα θέματα που σας κρατούν τόσους μήνες μακριά από τα καθήκοντά σας;
Θα επαναλάμβανα ό,τι είχα πει τον Ιανουάριο, όταν τον είχα συναντήσει. Το ασφαλιστικό σύστημα που στηρίζεται στη δήμευση του νόμιμου εισοδήματος των ελεύθερων επαγγελματιών, δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε βιώσιμο. Εχει αποδειχθεί πλήρως ότι όταν αυξάνονται οι εισφορές σε έναν χειμαζόμενο κλάδο, το αποτέλεσμα είναι η μείωση της εισπραξιμότητας και η αύξηση των ελλειμμάτων. Αντίθετα, η εισφοροδοτική ελάφρυνση – όπως είχε προβλεφθεί π.χ. με τον Ν. 4331/2015, που επέτρεπε την υπαγωγή σε κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία – οδήγησε σε αύξηση της εισπραξιμότητας για τα Ταμεία. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτή η επιτυχής διάταξη καταργήθηκε.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος από την κυβέρνηση είναι λυπηρή. Οταν σε παλαιότερη συνάντηση ρώτησα τον υπουργό Εργασίας πώς θα πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες τις τετραπλασιασμένες εισφορές τους όταν αδυνατούν να πληρώσουν τις σημερινές, έλαβα την απάντηση: «Αυτό είναι το στοίχημα».
Δυστυχώς, η προσέγγιση αυτή είναι κοντόφθαλμη και καταστροφική. Εύχομαι η κυβέρνηση να αντιληφθεί το λάθος της και να ανακρούσει πρύμναν, έστω την ύστατη ώρα. Οι δρόμος που σήμερα ακολουθεί είναι ο δρόμος της απώλειας.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com