Όπως επισημαίνει το Ελληνικό Ίδρυμα Γαστρεντερολογίας και Διατροφής (ΕΛΙΓΑΣΤ), ένα άτομο πάσχει από δυσκοιλιότητα όταν έχει μειωμένη συχνότητα κενώσεων ή όταν τα κόπρανα είναι σκληρά και ξηρά που οδηγούν σε δύσκολη και επώδυνη αφόδευση. Η δυσκοιλιότητα περιλαμβάνεται στα συμπτώματα πολλών ασθενειών (σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, υποθυρεοειδισμός, κυστική ίνωση, μερικές νευρολογικές διαταραχές, καρκίνος του παχέος εντέρου κλπ). Όπως και η λήψη κάποιων φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει δυσκοιλιότητα (αντιόξινα, παυσίπονα, νευροληπτικά, κατάχρηση ερεθιστικών καθαρτικών).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η δυσκοιλιότητα συσχετίζεται με το είδος της διατροφής που ακολουθείται (χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, ζωικές τροφές κτλ), την απουσία σωματικής άσκησης, την χαμηλή πρόσληψη υγρών, το άγχος κτλ.
Σύμφωνα με το ΕΛΙΓΑΣΤ, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της δυσκοιλιότητας είναι η σταδιακή αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, με βάση το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενταχθούν στη διατροφή τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες, όπως δημητριακά ολικής άλεσης (σιτάρι, βρόμη κλπ.), φρούτα (ακτινίδια, αχλάδια, ροδάκινα, σύκα κλπ.), λαχανικά (φασολάκια, μπάμιες, αρακά κλπ.) και όσπρια.
Το Ελληνικό ίδρυμα Γαστρεντερολογίας και Διατροφής συμβουλεύει:
• Διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, κατανάλωση φρούτων με τη φλούδα, ωμά λαχανικά αρκετές φορές την ημέρα, ψωμί ολικής άλεσης, αποξηραμένα φρούτα, δημητριακά τύπου All–Bran
• Άφθονο νερό, τουλάχιστον 1,5lt υγρών κάθε μέρα ιδίως το πρωί
• Σταθερό πρόγραμμα γευμάτων, αργή και καλή μάσηση
• Να μην αναβάλλεται η αφόδευση
• Τακτική καθημερινή άσκηση
• Αποφυγή ερεθιστικών καθαρτικών
Για κάθε μέτρο που λαμβάνεται απαιτούνται περίπου 2-3 εβδομάδες για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητά του. Σε δύσκολες και χρόνιες περιπτώσεις δυσκοιλιότητας, όταν οι διατροφικές αλλαγές αργούν να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ο γιατρός συστήνει τη λήψη υπακτικών, όπως ελαιώδη καθαρτικά από το στόμα (παραφίνη), από το ορθό υπόθετα ή κλύσματα γλυκερίνης/ παραφίνης και οσμωτικά καθαρτικά, όπως λακτουλόζη και λακτιτόλη.