Ήταν Δεκέμβριος του 2015 όταν εξελισσόταν ένα ακόμη χριστουγεννιάτικο θρίλερ: οι εταίροι τραβούσαν το αφτί της ελληνικής κυβέρνησης για την ανακοστολόγηση των διαγνωστικών εξετάσεων, προαπαιτούμενο που δεν είχε ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να μπλοκάρουν υποδόση ύψους 1 δισ. ευρώ.
Κυβερνητικές πηγές περιέγραφαν τότε ένα «μπρα ντε φερ», με την ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους να δίνει μάχη αντίστασης. Τελικά η υποδόση εκταμιεύτηκε μετά την υπογραφή της σχετικής υπουργικής απόφασης. Βάσει αυτής, οι τιμές 51 διαγνωστικών εξετάσεων οι οποίες έχουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη διαγνωστική δαπάνη μειώθηκαν μεσοσταθμικά σε ποσοστό 43%, ενώ οι υπόλοιπες εργαστηριακές εξετάσεις μειώθηκαν μεσοσταθμικά κατά 9%.
Μαχαίρι όμως μπήκε και στην τιμή αποζημίωσης των μαγνητικών τομογραφιών, καθώς μειώθηκε κατά 18%, ενώ η εξέταση pet-scan (ποζιτρονική τομογραφία) κατά 10%.
Η αναγκαστική αναδίπλωση της κυβέρνησης στο θέμα της ανακοστολόγησης αποτυπώνεται και στο σχετικό δελτίο Τύπου του υπουργείου Υγείας που εκδόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου, με τους υπουργούς να καταλογίζουν στους εταίρους «ανεξήγητη επιμονή» αποκλειστικά και μόνον στη μείωση των τιμών.
Στην ίδια ανακοίνωση, οι συγγραφείς επέμεναν ότι υπάρχουν πιο αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου που θα έβαζαν φρένο στην επιστημονικά ανεξήγητη υπερπαραγωγή παραπεμπτικών για διαγνωστικές εξετάσεις.
Σημειώνεται ότι το 2014 κάθε μήνα εκδίδονταν κατά μέσο όρο 10,6 εκατομμύρια παραπεμπτικά για εξετάσεις – δηλαδή, σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της χώρας έπειτα από οδηγία γιατρού έκλεινε ραντεβού για να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις, ακτινογραφία, αξονική τομογραφία.
Αντίστοιχος ήταν ο ρυθμός συνταγογράφησης εξετάσεων και για το 2015, γεγονός που αναδείκνυε την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων ελέγχου. Σημειωτέον δε, ότι μετά την υποβάθμιση των υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αλλά και εξαιτίας της αναμονής στο ΕΣΥ, υπολογίζεται ότι 95% των ασθενών απευθύνονται στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Πάντως, τον περασμένο Δεκέμβριο, αυτό που απασχολούσε – όπως διατυπώνεται με σαφήνεια στην ίδια ανακοίνωση – το υπουργείο Υγείας ήταν οι επιπτώσεις του αιτήματος ανακοστολόγησης των διαγνωστικών εξετάσεων στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. «Είναι σαφές ότι απόρροια της ΥΑ θα είναι μια σημαντική επιβάρυνση στον χώρο των διαγνωστικών εργαστηρίων – κυρίως στα μεσαία και τα μικρά – τα οποία έχουν ήδη επιβαρυνθεί τα προηγούμενα χρόνια από τους μηχανισμούς του rebate και του claw-back» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Φούσκωσε ο λογαριασμός
Ομως, σχεδόν έναν χρόνο μετά, η παθογένεια της υπερσυνταγογράφησης καλά κρατεί: όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους «ΤΑ ΝΕΑ», οι γιατροί απάντησαν στις μειώσεις των τιμών των διαγνωστικών εξετάσεων (28% μεσοσταθμικά στο σύνολό τους) με αύξηση 13% στις παραπομπές των ασφαλισμένων στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Η διαπίστωση αυτή καταγράφεται στον λογαριασμό που καλείται να πληρώσει ο ΕΟΠΥΥ στον ιδιωτικό τομέα, με τις μειώσεις να μην είναι οι προβλεπόμενες μετά την ανακοστολόγηση. Το πρώτο οκτάμηνο του 2016 επιτεύχθηκε μείωση μόλις 16,8% στις δαπάνες ενώ θα έπρεπε να αγγίζει το 28%. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2015 ο λογαριασμός του μεγαλύτερου ασφαλιστικού τομέα της χώρας για τις εξετάσεις των ασφαλισμένων που διενεργήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα είχε διαμορφωθεί στα 31,3 εκατομμύρια ευρώ (ποσό μετά την έκπτωση προς τον ΕΟΠΥΥ, δηλαδή το rebate).
Εναν χρόνο μετά το γενναίο μαχαίρι που μπήκε στις τιμές αποζημίωσης, για τον ίδιο μήνα ο λογαριασμός έφτασε στα 30,7 εκατομμύρια ευρώ – δηλαδή μειώθηκε κατά μόλις ένα εκατομμύριο ευρώ. Το κόστος, άλλωστε, επιβεβαιώνει ότι ο αριθμός των μαγνητικών τομογραφιών που διενεργούνται στη χώρα μας παραμένει τετραπλάσιος σε σχέση με τον διεθνή μέσο όρο.
Τα μέτρα έμειναν στο συρτάρι
Η διοίκηση του ΕΟΠΥΥ φαίνεται πως είχε εγκαίρως αντιληφθεί το πρόβλημα, γεγονός που αποτυπώνεται στο πακέτο οκτώ μέτρων που κατέθεσε στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας στις αρχές του 2016 ως δίχτυ ασφαλείας κατά του ιού της υπερσυνταγογράφησης, που διογκώνει ετησίως τη μαύρη τρύπα της Υγείας.
Η δέσμη μέτρων, που προέβλεπε μεταξύ άλλων να ελέγχονται εκείνοι οι γιατροί που παραπέμπουν τον ίδιο ασθενή για την ίδια εξέταση τρεις φορές σε έναν μήνα ή που εξετάζουν έναν ασθενή πάνω από δύο φορές τον μήνα, εγκρίθηκε από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας.
Σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς οι κανόνες συνταγογράφησης που θα ίσχυαν θα έβγαζαν κερδισμένο τον ΕΟΠΥΥ κατά τουλάχιστον 60 εκατομμύρια τον χρόνο. Εάν εφαρμόζονταν. Στην πράξη τα μέτρα βρίσκονται στον αέρα με την ΗΔΙΚΑ να χάνεται μονίμως στη… μετάφραση του ΕΟΠΥΥ. Ενδεικτικό το παράδειγμα της εμπλοκής που παρατηρήθηκε στις αρχές του μήνα. Οι οδηγίες του Οργανισμού για την εφαρμογή του 1ου κανόνα παρερμηνεύθηκαν με αποτέλεσμα να προκληθεί (για μία ακόμη φορά) ένα e-μπάχαλο.
Οι πολύμηνες καθυστερήσεις στην ένταξη των κανόνων είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, Σωτήρης Μπερσίμης, αναφέρει σε απόρρητο έγγραφο που διέρρευσε την περασμένη εβδομάδα ότι αιτείται να περάσει η ηλεκτρονική συνταγογράφηση στην αρμοδιότητα του ΕΟΠΥΥ, ενώ σήμερα ανήκει στην Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ).
«Είναι σαφές ότι ο ΕΟΠΥΥ προσπαθεί να εξορθολογίσει τις δαπάνες του Οργανισμού» δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Βουγιούκας, πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων (ΠΑΣΙΔΙΚ). Ο ίδιος, ωστόσο, διαπιστώνει ότι «εν απουσία ελέγχου και παρά τον ασφυχτικά περιορισμένο προϋπολογισμό που έχει κλειδώσει για φέτος στα 320 εκατομμύρια ευρώ, οι κλινικοί γιατροί δεν δείχνουν διάθεση περιορισμού στη συνταγογράφηση. Κι όμως, την υπέρβαση καλείται πλέον να καλύψει ο ιδιωτικός τομέας (claw back)» σημειώνει.
Leave a Comment