Η συστηματική κατανάλωση αναψυκτικών αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για πολλές σοβαρές παθήσεις, όπως η καρδιακή νόσος, ο διαβήτης, αλλά και σπάνιες μορφές καρκίνου.
Νέα έρευνα Σουηδών επιστημόνων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι και παραμένουν ακόμη και αν τα ροφήματα δεν περιέχουν ζάχαρη.
Οι επιστήμονες από το Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Καρολίνσκα, στη Σουηδία, πραγματοποίησαν τη μελέτη τους με 2.874 εθελοντές, ηλικίας άνω των 35 ετών, οι οποίοι συμπλήρωσαν λεπτομερή ερωτηματολόγια διατροφής, απαντώντας μεταξύ άλλων σε ερωτήματα για την κατανάλωση αναψυκτικών.
Τα δύο τρίτα από αυτούς είπαν ότι έπιναν τακτικά αναψυκτικά, με το 6% να υπερβαίνουν τα 2 ποτήρια την ημέρα. Οι σχεδόν μισοί εθελοντές έπασχαν από διαβήτη.
Η ανάλυση των στοιχείων έδειξε πως όσοι εθελοντές έπιναν δύο ή περισσότερα αναψυκτικά την ημέρα είχαν 2,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν τύπου 2 διαβήτη, με τον κίνδυνο να αυξάνεται κατά 4,5 φορές σε όσους έπιναν πέντε ή περισσότερα αναψυκτικά.
Οι συσχετίσεις αυτές ήταν σχεδόν οι ίδιες με τα λάιτ αναψυκτικά και με τα αναψυκτικά με ζάχαρη.
Ο κίνδυνος διαβήτη αυξανόταν από το πρώτο ποτήρι (200 ml) του αναψυκτικού: κατά 21% όταν περιείχε ζάχαρη και κατά 18% όταν δεν περιείχε, σε σύγκριση με τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι εθελοντές οι οποίοι δεν έπιναν αναψυκτικά.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα λάιτ αναψυκτικά επηρεάζουν την ισορροπία των βακτηρίων του εντέρου και διεγείρουν το αίσθημα της πείνας, προάγοντας την κατανάλωση παχυντικών τροφίμων.
Η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Τζόζεφιν Λέφβενμποργκ εξήγησε ότι προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως τα λάιτ αναψυκτικά αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη επειδή ανοίγουν την όρεξη για γλυκά και οδηγούν σε αύξηση του σωματικού βάρους.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι προκαλούν χημικές αντιδράσεις με το σωματικό λίπος και με τα βακτήρια του εντέρου, αυξάνοντας την αντοχή του οργανισμού στη γλυκόζη (σάκχαρο), πρόσθεσε.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Ενδοκρινολογίας» (EJE).