Η αλκαλική φωσφατάση είναι ένα ένζυμο το οποίο παράγεται στο ήπαρ (συκώτι), στα οστά και στον πλακούντα. Τα επίπεδα της αλκαλικής φωσφατάσης στον ανθρώπινο ορό είναι πολύ σημαντικά για την διάγνωση φυσιολογικών ή παθολογικών καταστάσεων άμεσα συσχετιζόμενων με το σκελετό, το ηπατοχοληφόρο σύστημα και τον πλακούντα. Η ολική αλκαλική φωσφατάση που προσδιορίζεται στον όρο ή πλάσμα είναι το άθροισμα πολλαπλών διακριτών μορφών αλκαλικής φωσφατάσης που προέρχονται από διαφορετικούς ιστούς. Σήμερα είναι γνωστά τέσσερα γονίδια που κωδικοποιούν για τα ισοένζυμα αλκαλικής φωσφατάσης, αυτά είναι:
1) Το μη ειδικό ιστικό γονίδιο που ανευρίσκεται στα νεφρά, το ήπαρ και τα οστά. Αυτό το γονίδιο κωδικοποιεί τρία ισοένζυμα, νεφρική – ALP, ηπατική – ALP και οστική – ALP που διαφέρουν μόνο στο ποσοστό υδατανθράκων των πλευρικών αλυσίδων.
2) Το πλακουντιακό γονίδιο που κωδικοποιεί για το πλακουντιακό ισοένζυμο.
3) Το εντερικό γονίδιο που κωδικοποιεί για το εντερικό ισοένζυμο.
4) Το βλαστικό γονίδιο που κωδικοποιεί για το ισοένζυμο των όρχεων, θύμου και πνευμόνων.
Σε υγιή άτομα η ολική ALP που προσδιορίζεται στον ορό ή το πλάσμα προέρχεται κυρίως από το ήπαρ και τα οστά, περίπου 25% των υγιών ατόμων έχουν εντερικό ισοένζυμο. Αυξημένα επίπεδα ALP βρίσκονται συχνότερα κατά τη διάρκεια περιόδων ανάπτυξης των οστών (όπως στα παιδιά), σε διάφορους τύπους νόσων του ήπατος και στην απόφραξη των χοληφόρων. Η ALP θεωρείται επίσης καρκινικός δείκτης που αυξάνεται στην περίπτωση οστεοσαρκώματος καθώς και στον καρκίνο του μαστού ή του προστάτη με μεταστάσεις στα οστά.
Εφόσον βρεθεί αυξημένη αλκαλική φωσφατάση πρέπει να ζητηθεί η ηλεκτροφόρηση της αλκαλικής φωσφατάσης προκειμένου να βρεθεί ποιο κλάσμα έχει αυξηθεί. Ετσι προσδιορίζεται από ποιον ιστό προέρχεται η αύξηση.
Leave a Comment