Εάν η ΝΔ κερδίσει τις επόμενες εκλογές – όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις -ποιοι είναι οι καταλληλότεροι για να εφαρμόσουν, υπό τις εντολές του Κυριάκου Μητσοτάκη, ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για να βγει η χώρα από την αναπτυξιακή μετριότητα;
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Σε πρόσφατο άρθρο μου (
«Η επόμενη κυβέρνηση και το στοίχημα του Μητσοτάκη») επιχείρησα να δώσω μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα χρειασθεί μια ειρηνική επανάσταση, για να έλθουν στις κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις πρόσωπα εκτός κομματικής επετηρίδας, που θα έχουν αποδείξει τις διοικητικές και διαχειριστικές τους ικανότητες στο στίβο της αγοράς.
Βουλευτής και πρώην υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά μου έκανε την τιμή να θέσει ένα καίριο ερώτημα, λαμβάνοντας αφορμή από το άρθρο μου: «Επειδή η δημοκρατία μας είναι κοινοβουλευτική και βασίζεται στη Δεδηλωμένη: Αυτά τα ικανά στελέχη θα έχουν εκλεγεί; Θα βρίσκονται δηλαδή στη Βουλή και θα ψηφίζουν»;
Η στρέβλωση και οι αδυναμίες του συστήματος
Το ερώτημα αυτό φέρνει στο προσκήνιο μια μόνιμη αδυναμία του συστήματος διακυβέρνησης αυτής της χώρας, την οποία θα πρέπει να υπερβούμε, αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη λειτουργία των θεσμών. Ας μην ξεχνάμε ότι η κακή λειτουργία των θεσμών είναι, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το σοβαρότερο εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη κάθε χώρας, πολύ περισσότερο της Ελλάδας.
Η αδυναμία αυτή έγκειται στη δυσλειτουργική σχέση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στη χώρα μας. Για πολλούς λόγους, η ανάλυση των οποίων ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτού του σημειώματος, έχουμε φθάσει στο σημείο να θεωρούμε ως αυτονόητη υποχρέωση του πρωθυπουργού να σχηματίζει την κυβέρνησή του, επιλέγοντας κυρίως -αν όχι αποκλειστικά- στελέχη από το δυναμικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του.
Συχνά, μάλιστα, επικρίνονται οι πρωθυπουργοί που αναθέτουν υπουργικά καθήκοντα σε εξωκοινοβουλευτικούς, οι οποίοι αντιμετωπίζονται με καχυποψία -στην καλύτερη περίπτωση- από συναδέλφους τους, που τυγχάνει να έχουν εκλεγεί στη Βουλή.
Πρόκειται, κατά την ταπεινή μου άποψη, για μια επικίνδυνη στρέβλωση, που συντελεί στην υποβάθμιση του ρόλου του βουλευτή και στη μειωμένη απόδοση των κυβερνήσεων. Οι βουλευτές εκλέγονται για να επιτελούν τα σοβαρά και αυτοτελή καθήκοντα που ορίζει το Σύνταγμα, όχι για να χρησιμοποιούν την εκλογή τους σαν εφαλτήριο για περάσουν από τη νομοθετική στην εκτελεστική εξουσία.
Το Σύνταγμα δεν δίνει τυχαία στον πρωθυπουργό την ευχέρεια να επιλέξει τα καταλληλότερα, κατά την αντίληψή του, πρόσωπα για το σχηματισμό κυβέρνησης. Η αρχή της Δεδηλωμένης εφαρμόζεται για να σχηματίζονται κυβερνήσεις που έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής, αλλά δεν υποχρεώνει τον πρωθυπουργό να επιλέγει υπουργούς μέσα από τη λίστα των βουλευτών που συνθέτουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Γνώστες του αντικειμένου, όχι “ψηφοκουβαλητές”
Εν ολίγοις, το βασικό κριτήριο που οφείλει να εφαρμόζει ο πρωθυπουργός για το σχηματισμό της κυβέρνησης του πρέπει να είναι οι ικανότητες και η καταλληλότητα των προσώπων να ασκήσουν τα καθήκοντα που θα τους ανατεθούν. Για τις επιλογές του αυτές θα κριθεί πρώτα από τη Βουλή και, τελικά, από τους ψηφοφόρους.
Η στρεβλή εφαρμογή των κανόνων του πολιτεύματος έχει οδηγήσει σε απίστευτες, για μια δυτική Δημοκρατία, δυσλειτουργίες. Πολιτικοί που εκλέγονται στη Βουλή, τοποθετούνται σε υπουργεία περίπου… υποχρεωτικά, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν σχέση με το αντικείμενο των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται, αλλά με βάση πολιτικούς και κομματικούς υπολογισμούς, εντελώς άσχετους από τους σκοπούς μιας κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, σοβαροί επιστήμονες και μάνατζερ, που θα μπορούσαν να ασκήσουν υπουργικά καθήκοντα με μεγάλη επιτυχία, αποκλείονται a priori από την κυβέρνηση, επειδή δεν έχουν εκλεγεί βουλευτές.
Αντίστοιχα κριτήρια εφαρμόζονται και σε άλλες κυβερνητικές, με την ευρεία έννοια, θέσεις. Έτσι, βλέπουμε υπουργεία, επιχειρήσεις και οργανισμούς κρίσιμης σημασίας για τη λειτουργία του κράτους να διοικούνται από αποτυχόντες υποψήφιους βουλευτές και άλλα κομματικά στελέχη, με κύριο κριτήριο όχι την καταλληλότητά τους για τις θέσεις που αναλαμβάνουν, αλλά την προσφορά τους στην προσπάθεια του κόμματος να συλλέξει ψήφους.
Όχι, λοιπόν: δεν μπορεί να συνεχισθεί άλλο αυτή η κακή παράδοση της σύγχυσης ρόλων μεταξύ βουλευτών και υπουργών. Ίσως δεν είναι αναγκαίο να φθάσουμε στο άκρο του απόλυτου διαχωρισμού των δύο αξιωμάτων μέσα από τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο ο επόμενος πρωθυπουργός της χώρας να επιλέξει στελέχη με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια και με αναφορά στην κοινωνία, όχι στην κομματική επετηρίδα.
Οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η οικονομία για να μην γίνει άπιαστο όνειρο η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, ύστερα από μια καταστροφή ιστορικών διαστάσεων, δεν μπορούν να υλοποιηθούν από ανθρώπους που μπορούν δουν τα υπουργικά τους καθήκοντα μόνο μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της μικροπολιτικής, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να οδηγούν μια χώρα στον γκρεμό…
*Οικονομολόγος, πρώην τραπεζικό στέλεχος
Leave a Comment