Στις αρχές του 1740, επιδημία πανώλης μάστιζε τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα. Την άνοιξη του 1743 ένα πλοίο από το Μεσολόγγι μετέφερε στα αμπάρια του μαζί με τα εμπορεύματα και τον θανατηφόρο βάκιλο της νόσου στο λιμάνι της Μεσσήνης (Μεσίνα) στη Σικελία.
Αν και η Ιταλική χερσόνησος είχε δοκιμασθεί από επιδημία πανώλης το 1720 και οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές, τα μέτρα ασφαλείας στο ιταλικό λιμάνι φαίνεται πως δεν ήταν επαρκή, με αποτέλεσμα να μολυνθεί, πολύ γρήγορα, ένα μεγάλο μέρος της πόλης και να βρει το θάνατο ένα εξίσου μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.
Αμέσως μετά την εκδήλωση του λοιμού, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στη Μεσσήνη αναχώρησαν προς διάφορες κατευθύνσεις.
Ένα από αυτά έφθασε στη Λευκάδα (Σάντα Μάουρα εκείνα τα χρόνια), που βρισκόταν υπό ενετική κατοχή.
H πανώλη ενέσκηψε στη Λευκάδα τον Μάιο (21 ή 27) του 1743 και διαγνώστηκε, τον Ιούνιο.
Αμέσως μετά την προσόρμισή του εκδηλώθηκαν και τα πρώτα θανατηφόρα κρούσματα στο νησί. Τον επόμενο μήνα οι νεκροί είχαν φθάσει τους 780. Οι αρχές του νησιού αιφνιδιάστηκαν και άργησαν να αντιδράσουν.
Ο ιστορικός Σπυρ. Βλαντής γράφει:
«Τά συμπτώματα ήσαν φοβερά. Τό πρόσωπον, άποβάλλον τήν φυσικήν αυτού χροιάν, άπεκτα έντός όλίγου τήν τού πτωματος. Η ϊρις τών όφθαλμών διεστέλλετο, τα χείλη συνενοϋντο, ή γλώσα έξηραίνετο. Ταύτα συνωδεύοντο υπό δίψης, ρίγους, παραληρήματος καί μανίας, παρά τά τοσαύτα δέ δεινά τό σώμα, έκλειπούσης πάσης τού όργανισμού άντιδράσεως. κατέκειτο ώς πτώμα. Οιδήματα είς τούς βουβώνας, ή υπό τάς μασχάλας. Τήν κοιλίαν καί τό στήθος έκάλυπτον άνθρακες, σημείον άλάνθαστον σωτηρίας, άν ζωηροί καί όδυνηροί, θανάτου δέ, άν ώχροί καί άνώδυνοι. Ούδεμία διάκρισις ήλικίας, φύλου, κοινωνικής τάξεως. Γενικός ό κίνδυνος καί ό τρόμος. ‘Εν τρισίν, ή πέντε ήμέραις οί προσβαλλόμενοι άπέθνησκον, εύτυχεϊς δέ όσοι έν όλίγαις ώραις άπηλλάσσοντο τών δεινών των».*
|
Υγειονομείο Λευκάδας (Λιθογραφία) – Λαογραφικό Μουσείο Ορφέα |
Η πανώλη εισβάλλοντας στην Αμαξική βρήκε τις Αρχές όχι μόνο απροετοίμαστες αλλά δίχως καμιά ενημέρωση και ανυποψίαστες για το επικείμενο κακό έτσι, δεν υπήρξε ο χρόνος για τη λήψη προληπτικών μέτρων και η μόνη δυνατότητα που απέμενε ήταν η προσπάθεια με κάθε τρόπο περιορισμού και καταστολής του μιάσματος.
Οι βενετικές Αρχές ως πρώτο διοικητικό μέτρο που έλαβαν για την αντιμετώπιση της επιδημίας ήταν η σύσταση ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής (Collegetto) επιφορτισμένης με την εφαρμογή των μέτρων για την αναχαίτιση της νόσου.
Σε επιστολή του προς τον Δόγη της Βενετίας, ο ενετός αξιωματούχος στο νησί Αντόνιο Μόρο υπογράμμιζε, μεταξύ των άλλων, πως ο καθαρός αέρας της περιοχής, που είχε επιλεγεί για τη μεταφορά των ασθενών, σε συνδυασμό με τη σωστή διατροφή, συνέβαλαν καθοριστικά στη σύντομη ανάρρωση των πανωλόβλητων.
Όταν άρχισαν να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα (λοιμοκαθαρτήριο, υγειονομική ταφή νεκρών κ.ά.), το κακό άρχισε σταδιακά να υποχωρεί από το φθινόπωρο του 1743.
Τελικά, όλα εξελίχθηκαν σχετικά ομαλά και το νησί κηρύχθηκε ελεύθερο από κάθε υποψία πανώλης στις 10 Ιουνίου του 1744. Στο πέρασμά της από το νησί και μέσα σε μισό περίπου χρόνο η πανώλη άφησε πίσω της 1.028 θύματα, δηλαδή το 1/3 περίπου του αστικού πληθυσμού (3.457 κάτοικοι), σύμφωνα με τον απολογισμό που συνέταξε ο Προβλεπτής της Λευκάδας τον Μάρτιο του 1744.
Κατά τη διάρκεια του λοιμού, η τοπική εκκλησία δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Τον Αύγουστο του 1743, ο ιερομόναχος Ματθαίος μετέφερε στη Λευκάδα την κάρα του Αγίου Βησσαρίωνος, Αρχιεπισκόπου Λαρίσης, που βρισκόταν στη μονή Δουσίκου, κοντά στα Τρίκαλα.
Οι επιζήσαντες Λευκαδίτες αναγνώρισαν ότι σώθηκαν από τη φοβερή ασθένεια χάρη στη βοήθεια του Αγίου και προς τιμήν του ανήγειραν ναό στο χώρο, όπου είχε στηθεί προηγουμένως το λοιμοκαθαρτήριο. Η περιοχή εκείνη μέχρι σήμερα ονομάζεται Αγία Κάρα.
Η «ανάμνησις του θαύματος απαλλαγής της νήσου Λευκάδος εκ της πανώλου νόσου κατά το έτος 1743″, τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε χρόνο την 1η Ιουνίου.