Πρόκειται για την κύρια εκδήλωση του ΟΗΕ από το 1972.
Σκοπός της είναι η ενημέρωση του παγκόσμιου κοινού σχετικά με περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.
Η κλιματική αλλαγή επιτείνει τις ανησυχίες για την ασφάλεια του νερού παγκοσμίως, ενώ η έλλειψη καθαρού νερού, η ατμοσφαιρική ρύπανση και οι διαρροϊκές ασθένειες απειλούν τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών, επισημαίνει η UNICEF με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος.
• Πρόσφατη έκθεση της UNICEF προειδοποιεί πως σχεδόν 600 εκατομμύρια παιδιά – ή το 1 στα 4 παιδιά σε όλο τον κόσμο – θα ζουν σε περιοχές με εξαιρετικά περιορισμένους υδάτινους πόρους έως το 2040.
• Πάνω από μισό δισεκατομμύριο παιδιά ζουν σε περιοχές με εξαιρετικά υψηλή συχνότητα πλημμυρών και 160 εκατομμύρια σε ζώνες μεγάλης ξηρασίας, αφήνοντάς τα ιδιαίτερα εκτεθειμένα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
• Περίπου 300 εκατομμύρια παιδιά ζουν σε περιοχές με τα πιο τοξικά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης – έξι ή περισσότερες φορές υψηλότερα από αυτά που προβλέπουν οι διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές.
Οι δορυφορικές εικόνες επιβεβαιώνουν ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια παιδιά ζουν σε περιοχές όπου η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση υπερβαίνει τα ελάχιστα προβλεπόμενα όρια των κατευθυντηρίων γραμμών για την ποιότητα του αέρα. Επίσης, η ρύπανση σε εσωτερικούς χώρους, η οποία συνήθως προκαλείται από τη χρήση καυσίμων, όπως ο άνθρακας και τα καυσόξυλα για το μαγείρεμα και τη θέρμανση, σε συνδυασμό με την εξωτερική ρύπανση του αέρα, συνδέονται άμεσα με την πνευμονία και άλλες ασθένειες του αναπνευστικού που ευθύνονται σχεδόν για τον ένα στους δέκα θανάτους παιδιών κάτω των πέντε ετών, καθιστώντας την ατμοσφαιρική ρύπανση ως ένα από τους κορυφαίους κινδύνους για την υγεία των παιδιών.
Επίσης, η καθολική πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη και ανθρώπινο δικαίωμα. Παρόλο που ο στόχος για το πόσιμο νερό των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας (ΑΣΧ-7) έχει επιτευχθεί, σημαντικές ανισότητες εξακολουθούν να υφίστανται. Η εξασφάλιση της πρόσβασης σε καθαρό νερό για όλους θα συνέβαλε σημαντικά στη μείωση των ασθενειών και των θανάτων, ιδίως μεταξύ των παιδιών. Το 2015, το 91% του παγκόσμιου πληθυσμού χρησιμοποιούσε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού, υπερβαίνοντας το στόχο του 88% (ΑΣΧ-7) του 2015. Κατά τη διάρκεια της περιόδου των ΑΣΧ, 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι απέκτησαν πρόσβαση σε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού, από τα οποία τα 1,9 δισεκατομμύρια απέκτησαν πρόσβαση σε δίκτυο ύδρευσης στα σπίτια τους. Παρά το τεράστιο αυτό επίτευγμα, εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες ανισότητες:
• 663 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι φτωχοί και ζουν σε αγροτικές περιοχές.
• Πάνω από 800 παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν κάθε μέρα από διάρροια που οφείλεται σε ανεπαρκείς πηγές πόσιμου νερού, αποχέτευσης και υγιεινής.
Για την εξασφάλιση ασφαλούς πόσιμου νερού, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και η UNICEF προωθούν ένα πλαίσιο για το πόσιμο νερό που περιλαμβάνει τρία βασικά στοιχεία:
τη θέσπιση εθνικών προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών,
τη συστηματική εκτίμηση και πρόληψη των κινδύνων σε όλα τα στάδια στα δίκτυα ύδρευσης και
την παρακολούθηση της ποιότητας των υδάτων σε κρίσιμα σημεία του συστήματος για τη σωστή ενημέρωση των σχετικών πολιτικών.
Η UNICEF έχει απευθύνει επίσης έκκληση προς τους ηγέτες του κόσμου να λάβουν επείγοντα μέτρα για την παρακολούθηση και τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και για την αύξηση της πρόσβασης των παιδιών σε υγειονομική περίθαλψη.
Με αφορμή την ημέρα αυτή, το εργατικό κέντρο Αθήνας (ΕΚΑ), δημοσίευσε το εξής κείμενο:
«Η φετινή Παγκόσμια ημέρα Περιβάλλοντος σημαδεύεται από ένα θλιβερό πισωγύρισμα, καθώς οι ΗΠΑ η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός αερίων του θερμοκηπίου υπαναχώρησαν από την δέσμευσή τους να μειώσουν τις εκπομπές τους. Ωστόσο, η παγκόσμια κοινότητα θα συνεχίσει τις προσπάθειες για το καλό του Πλανήτη και των γενεών που θα ακολουθήσουν.
Το πρόβλημα της αλλαγής του κλίματος μας αφορά άμεσα και σε επίπεδο πόλης, καθώς η Αθήνα είναι και αυτή αντιμέτωπη με κινδύνους από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Έχει καταγραφεί ότι την περίοδο 2000 – 2012 για κάθε ένα βαθμό Κελσίου αύξηση της μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας πάνω από τους 31,5°C, το ποσοστό της θνησιμότητας αυξήθηκε κατά 5,2%. Εν τέλει είναι και θέμα επιβίωσης».
Leave a Comment