Η πρωτοφανής σε καιρό ειρήνης καταστροφή που υπέστη το τραπεζικό σύστημα της χώρας δεν μπορεί να μετρηθεί σε δισεκατομμύρια. Δεν είναι θέμα αριθμών.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ
Μια παλιά «πληγή», που δεν έχει κλείσει, «έξυσε» πριν από λίγες ημέρες ο Γερμανός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ υπολόγισε –χωρίς να υπάρχει ασφαλής επιστημονική προσέγγιση του θέματος, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε- ότι το πείραμα της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» Βαρουφάκη κόστισε στην Ελλάδα 100 δισ. ευρώ.
Κάθε οικονομολόγος που σέβεται την επιστημονική του ιδιότητα, όταν ανοίγει η συζήτηση για το κόστος Βαρουφάκη στην εθνική οικονομία, οφείλει να υπογραμμίζει ότι η αναγωγή αυτού του κόστους σε συγκεκριμένα ποσά δεν έχει νόημα, παρά μόνο για όσους θέλουν να καταλήγουν σε βαρύγδουπους τίτλους για να δημιουργούν εντυπώσεις.
Το πείραμα Βαρουφάκη είχε όντως τεράστιο κόστος. Είναι όμως εντελώς εσφαλμένη η αντίληψη ότι μπορούμε να το προσδιορίσουμε ως μέγεθος, αν αθροίσουμε για παράδειγμα το ποσό του δανείου του τρίτου μνημονίου (86 δισ. ευρώ) με τη χαμένη μεγέθυνση της οικονομίας, λόγω των καταστροφικών πειραματισμών Βαρουφάκη (ας πούμε, για την οικονομία συζήτησης, ότι χάθηκαν γύρω στα 10 δισ. ευρώ από το ΑΕΠ του 2015 και του 2016), για να φθάσουμε σε ένα εντυπωσιακό αριθμό κοντά στα 100 δισ. ευρώ.
Δεν αύξησε το χρέος, αλλά…
Ακόμη και αν χρεώσει κανείς 100% στον Γ. Βαρουφάκη την πολιτική ευθύνη για το δάνειο των 86 δισ. ευρώ, δεν είναι σωστό να προσθέσει αυτό το ποσό στη “ζημία”: Είναι δάνειο που δεν αυξάνει το δημόσιο χρέος, αφού αποτελεί αναχρηματοδότηση παλαιότερων δανείων με ένα νέο. Το τελικό αποτέλεσμα παραμένει ουδέτερο – δεν αυξάνεται το χρέος.
Τέτοιοι υπολογισμοί δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα και ουσία. Αντίθετα, αυτό που έχει κεφαλαιώδη σημασία, αλλά ως τώρα δεν τίθεται στη δημόσια συζήτηση με σοβαρό τρόπο, είναι η ιστορικών διαστάσεων καταστροφή που προκάλεσαν οι χειρισμοί Βαρουφάκη στην καρδιά της οικονομίας, στο τραπεζικό μας σύστημα. Μια καταστροφή που ο ίδιος αντιπαρήλθε με κακόγουστο χιούμορ, χωρίς να δείχνει να αντιλαμβάνεται τη σημασία της: Γύρισε στο σπίτι του, όπως έχει αφηγηθεί, και είπε στη σύζυγό του με περισσή ελαφρότητα: «Αγάπη μου, σήμερα έκλεισα τις τράπεζες»!
Ο Γιάννης Βαρουφάκης πιθανότατα θα καταγραφεί από τον ιστορικό του μέλλοντος ως ο υπουργός Οικονομικών που προκάλεσε τη μεγαλύτερη καταστροφή στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε καιρό ειρήνης.
Θέμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας
Οι προκάτοχοι του υπουργοί της εποχής μετά το 2010, μπορεί να επικρίνονται – δίκαια ή άδικα – για πολλά. Όμως, όλοι ανεξαιρέτως πέτυχαν κάτι πολύ σημαντικό, που οι Έλληνες δεν είχαν αντιληφθεί πόσο σημαντικό ήταν, μέχρι να κλείσει τις τράπεζες ο κ. Βαρουφάκης: Διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος σε καιρό πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, προστατεύοντας ταυτόχρονα ένα άυλο αγαθό ανυπολόγιστης αξίας για κάθε οικονομία: Την εμπιστοσύνη του κοινού στις τράπεζες.
Πρώτη προτεραιότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως και των δανειστών μας, ήταν από το 2010 και μετά να μην μετεξελιχθεί η δημοσιονομική κρίση σε τραπεζική, με ολέθριες και μακράς διαρκείας συνέπειες στην οικονομία. Με βαρύ κόστος για τους Έλληνες φορολογούμενους, στο όνομα των οποίων αντλήθηκαν δάνεια για την υποστήριξη των τραπεζών, κυβερνήσεις και δανειστές πέτυχαν να κρατήσουν ζωντανές τις κρίσιμες λειτουργίες του τραπεζικού συστήματος, χωρίς να χαθεί ένα ευρώ κατάθεσης ή να κλείσουν για ένα λεπτό τα τραπεζικά καταστήματα.
Οι περισσότερες τράπεζες, πλην των τεσσάρων συστημικών, της Τράπεζας Αττικής και λίγων συνεταιριστικών πιστωτικών ιδρυμάτων, έσβησαν από το χάρτη, ενώ είχαν μείνει όρθιες σε πολύ χειρότερες συνθήκες. Επισημαίνεται ότι το 2012, σε συνθήκες ακραίας πολιτικής αστάθειας (δύο εκλογικές αναμετρήσεις) το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα πραγματικό bank run. Χρειάσθηκε τότε να αυξηθεί πάνω από τα 100 δισ. ευρώ η έκτακτη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα (ELA), για να παραμείνουν οι τράπεζες σε κανονική λειτουργία, ανοικτές και χωρίς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.
Αυτή την πολύ σημαντική και δύσκολη προσπάθεια ακύρωσε επεισοδιακά ο Γιάννης Βαρουφάκης, προκαλώντας άνευ προηγουμένου καταστροφή στις τράπεζες, την οποία θα πληρώνει για πολλά χρόνια η οικονομία.
Οι ορατές συνέπειες
Το σώμα της οικονομίας υπέστη κατά την περίοδο Βαρουφάκη και αμέσως μετά την αποχώρησή του ένα σοβαρό τραυματισμό, ο οποίος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Τραγικές συνέπειες της πολιτικής του «αντάρτη» υπουργού Οικονομικών ήταν μεταξύ άλλων
• η τεράστια απώλεια καταθέσεων (γύρω στα 40 δισ. ευρώ)
• η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, που συνεχίζονται μετά την παρέλευση δύο ετών
• η βεβιασμένη –και αχρείαστη, αν είχε ακολουθηθεί άλλος δρόμος- ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με έκδοση μετοχών σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές
• η πλήρης απαξίωση του χαρτοφυλακίου τραπεζικών μετοχών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που είχε αγοραία αξία της τάξεως των 25 δισ. ευρώ στις αρχές του 2014
• η απώλεια του ελέγχου των τραπεζών από το ΤΧΣ και ο βίαιος αφελληνισμός της μετοχικής τους σύνθεσης
• η τεράστια απώλεια καταθέσεων (γύρω στα 40 δισ. ευρώ)
• η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, που συνεχίζονται μετά την παρέλευση δύο ετών
• η βεβιασμένη –και αχρείαστη, αν είχε ακολουθηθεί άλλος δρόμος- ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με έκδοση μετοχών σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές
• η πλήρης απαξίωση του χαρτοφυλακίου τραπεζικών μετοχών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που είχε αγοραία αξία της τάξεως των 25 δισ. ευρώ στις αρχές του 2014
• η απώλεια του ελέγχου των τραπεζών από το ΤΧΣ και ο βίαιος αφελληνισμός της μετοχικής τους σύνθεσης
Αν προσεγγίσει κανείς αυτό που περιγράψαμε ως «βίαιο αφελληνισμό των τραπεζών» με σοβαρή ζημιά για το Δημόσιο, θα βρει αριθμούς που απεικονίζουν πολύ δυσάρεστες αλήθειες:
• Η συμμετοχή του Δημοσίου στην Alpha Bank μειώθηκε από 66,3% σε 11%, στην Eurobank από 35,4% σε 2,4%, στην Εθνική από 57,2% σε 40,4% και στην Τράπεζα Πειραιώς από 66,9% σε 26,4%.
• Από τα 44 δισ. ευρώ που έχει συνολικά δανεισθεί το Δημόσιο για να υποστηριχθούν οι τράπεζες, θα πάρουμε πίσω ένα πολύ μικρό ποσοστό, ενώ το 2014, όπως προαναφέρθηκε, η αξία των μετοχών συστημικών τραπεζών που κατείχε το ΤΧΣ έφθανε τα 25 δισ. ευρώ.
Το πρόβλημα με τα capital control
Όσοι νομίζουν ότι οι συνέπειες του σοβαρού τραυματισμού του πιστωτικού μας συστήματος έχουν ξεπερασθεί, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφθούν:
– Τα capital control παραμένουν σε ισχύ και προκαλούν παρενέργειες που είναι δύσκολο να αντιληφθεί ο μέσος πολίτης, ο οποίος θα μπορούσε να πει: «Δεν με ενοχλεί ο περιορισμός στις αναλήψεις μετρητών, κάνω τη δουλειά μου και με όσα επιτρέπονται».
– Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων φέρνουν τεράστια εμπόδια στην επιχειρηματική και επενδυτική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, οι δύο δυναμικότεροι διεθνώς κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, τουρισμός και ναυτιλία, στους οποίους στηριζόμαστε για την κάλυψη των ελλειμμάτων στις εξωτερικές συναλλαγές, λόγω των capital control διακρατούν μεγάλο μέρος της ρευστότητάς τους εκτός Ελλάδας, στερώντας πολύτιμους πόρους από την οικονομία.
– Για τις τράπεζες, τα capital control σημαίνουν ότι αποτελούν «παρίες» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος: οι οίκοι αξιολόγησης είναι υποχρεωμένοι να τις κατατάσσουν σταθερά στην κατηγορία της «επιλεκτικής χρεοκοπίας» (“restricted default”), όσο διαρκούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, για τον απλό λόγο ότι δεν μπορούν να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή σε ένα καταθέτη τα χρήματά του. Αυτό είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επανασύνδεση του τραπεζικού μας συστήματος με το σύστημα της ευρωζώνης και το διεθνές τραπεζικό σύστημα ευρύτερα και δεν επιτρέπει στις τράπεζες να αντλήσουν πολύτιμη ρευστότητα για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.
Δυστυχώς, οι ολέθριοι χειρισμοί Βαρουφάκη – που συνεχίσθηκαν και μετά την απομάκρυνση του από την κυβέρνηση – έχουν δημιουργήσει μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που δεν θα επιτρέψει να αρθούν γρήγορα οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
Διατηρείται ο φόβος, δεν επιστρέφουν καταθέσεις
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και καταγράφονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως νόμισμα σε κυκλοφορία σχεδόν 30 δισ. ευρώ! Ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 16% του ΑΕΠ, όταν σε κανονικές οικονομικές συνθήκες, το 2007, αυτό το ποσοστό ήταν της τάξεως του 6%. Μάλιστα, αντί το νόμισμα σε κυκλοφορία να μειώνεται, φέτος αυξάνεται σταθερά.
Αυτό δείχνει ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να φοβούνται και αντί να επιστρέφουν τα χρήματά τους στις τράπεζες συνεχίζουν να αποθησαυρίζουν μετρητά. Σε τέτοιες συνθήκες, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να επιτρέψει την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, ούτε το τραπεζικό σύστημα να αυξήσει επαρκώς τη ρευστότητά του, για να υποστηρίξει ουσιωδώς την οικονομική δραστηριότητα.
Τα καταστροφικά πλήγματα στο τραπεζικό σύστημα έχουν καθυστερήσει απελπιστικά την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, που θα μπορούσε να είχε γίνει πραγματικότητα ήδη από το 2015, ώστε να πάψει ο πιστωτικός στραγγαλισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Η ανάπτυξη που άργησε
Μόλις πρόσφατα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ανήγγειλε ότι «τελειώνει η πιστωτική συστολή». Αν δεν είχε μεσολαβήσει η καταστροφική περίοδος Βαρουφάκη, πιθανότατα η πιστωτική συστολή να τελείωνε από το 2015 και να βλέπαμε το 2017 ρυθμό αύξησης, της τάξεως του 5%. Δηλαδή, φρέσκο χρήμα 10 δισ. ευρώ θα κατευθυνόταν από τις τράπεζες στις υγιέστερες επιχειρήσεις και δεν θα συζητούσαμε σήμερα για πρόβλεψη ανάπτυξης 1,6% (τελευταία πρόβλεψη της ΤτΕ), αλλά για ρυθμό ίσως κοντά στο 3%.
Η περίοδος Βαρουφάκη θα συζητείται και θα αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης για αρκετό καιρό ακόμη. Οι Έλληνες πολίτες, που έχουν ούτως ή άλλως ένα σοβαρό και διαπιστωμένο από έρευνες έλλειμμα χρηματοπιστωτικής παιδείας, καλό θα ήταν να ξεφύγουν από την πολιτική διάσταση αυτής της συζήτησης και να προσπαθήσουν να καταλάβουν τις επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Για να μην επιτρέψουν στο μέλλον σε έναν άλλο Βαρουφάκη να παίξει με ένα από τα πολυτιμότερα άυλα αγαθά της εθνικής οικονομίας: την εμπιστοσύνη στις τράπεζες.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com