Κατακόρυφη αύξηση αναμένεται προσεχώς στις καταγγελίες μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες.
Καθώς η πίεση από τον SSM προς τις τράπεζες για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων και την ανάκτηση ενεχύρων αυξάνεται επίσης κατακόρυφα, ένα νέο κύμα καταγγελιών δανείων αναμένεται το προσεχές διάστημα. Πρόκειται για καταγγελίες μη εξυπηρετούμενων δανείων που πλέον δεν θα γίνονται στις 360 ημέρες καθυστέρησης, όπως συνήθιζαν οι τράπεζες μέχρι πρότινος, αλλά στις 210 ημέρες καθυστέρησης. Την ίδια στιγμή, τα καταγγελμένα δάνεια θα οδεύουν πλέον πολύ ταχύτερα σε πλειστηριασμό, κάτι που μέχρι σήμερα απαιτούσε διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών από τη στιγμή της καταγγελίας.
Οι καταγγελίες δανείων υπαγορεύονται στις τράπεζες από το πλαίσιο της στοχοθεσίας που έχει συμφωνηθεί με τον SSM για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων. Το πλαίσιο αυτό προβλέπει καταρχάς ότι οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθούν τον ρυθμό ανάκτησης σε μετρητά μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το μέσο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλαδή θα καταγράφουν τις εισπράξεις των τραπεζών τόσο από αποπληρωμές, όσο και από ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων. Στόχος είναι να σημειώνεται ετήσια αύξηση των εισπράξεων κυρίως λόγω των συνεχώς αυξανόμενων ταμειακών εισροών από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (πλειστηριασμοί).
Οι καταγγελμένες απαιτήσεις στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος, στο τέλος του 2016, ανέρχονταν σε 48 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 45% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών. Συνεπώς, η σημασία τους είναι καθοριστική στην προσπάθεια συνολικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ο δείκτης συνολικής κάλυψης των καταγγελμένων ανοιγμάτων των τραπεζών είναι υψηλότερος έναντι των άλλων κατηγοριών και ανέρχεται στο 104,7%. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν διενεργήσει προβλέψεις ύψους 29 δισ. ευρώ (που αντιστοιχεί στο 60,7% του δείκτη) για τις καταγγελμένες απαιτήσεις, ενώ υφίστανται και εξασφαλίσεις συνολικού ύψους 21 δισ. ευρώ (που αντιστοιχεί στο 40% του δείκτη).
Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί στην καταγγελία αυτών των δανείων, η ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων συναρτάται σε απόλυτο βαθμό από τη διάρκεια που θα απαιτηθεί μέχρι την οριστική διευθέτηση της αντιδικίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη σημασία και ανάγκη για επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε πωλήσεις καταγγελμένων δανείων και ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η πρώτη κίνηση από πλευράς Eurobank, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο.
Όπως επισημαίνει σε μελέτη της η ΤτΕ, ο χρόνος ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων που εξαρτάται από τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, είναι καθοριστικός για την τιμή πώλησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τον εσωτερικό ρυθμό απόδοσης (IRR) που επιζητούν οι υποψήφιοι επενδυτές. Η αξία των εξασφαλίσεων απομειώνεται όσο αυξάνεται ο χρόνος ρευστοποίησης και ο εσωτερικός ρυθμός απόδοσης των επενδυτών. Με βάση σενάρια που εξετάζει η μελέτη της ΤτΕ, τα οποία βασίζονται σε επιλογές ζητούμενης εσωτερικής απόδοσης από τους επενδυτές, θεωρούν ως αφετηρία για την εξέλιξη της τιμής των εξασφαλίσεων τη λογιστική τιμή τους και λαμβάνουν ως χρόνο ρευστοποίησης τα 5 έτη (ρεαλιστική παραδοχή με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα του δικαστικού συστήματος), η αξία των εξασφαλίσεων μπορεί να απομειωθεί από 50% έως 73%.