Πριν από μια εβδομάδα, η γερμανική αλυσίδα EDEKA, κατέβασε από τα ράφια καταστήματός που διατηρεί στο Αμβούργο, όλα τα ξένα προϊόντα. Αντ’ αυτών υπήρχαν πινακίδες που έγραφαν: “Η γκάμα μας σήμερα γνωρίζει σύνορα”, “Τόσο άδειο είναι ένα ράφι χωρίς ξένους”. Με αυτή την κίνηση η EDEKA έστειλε ένα μήνυμα κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Άλλωστε μια εικόνα ισούται με 1.000 λέξεις.
Αν το πείραμα αυτό γινόταν στην Ελλάδα, η εικόνα ίσως να ήταν ακόμη πιο σκληρή. Γιατί πέρα από το πολιτικό μήνυμα, το πείραμα θα αποκάλυπτε την εξάρτηση της χώρας από τα εισαγόμενα προϊόντα. Ακόμη και για προϊόντα τα οποία, λόγω κλίματος η Ελλάδα μπορεί να παράγει, όπως π.χ. λεμόνια, τομάτες, σκόρδα, κρεμμύδια, όσπρια, κ.α.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την πορεία των εισαγωγών τα τελευταία χρόνια είναι αν μη τι άλλο αποκαλυπτικά. Οι εισαγωγές αποτελούν ανελαστική δαπάνη.
Το πρώτο πεντάμηνο του έτους οι εισαγωγές αυξήθηκαν 21,8% (σ.σ. άγγιξαν τα 21,327 δισ. ευρώ, 10,09 δισ. ευρώ υψηλότερες από τις ελληνικές εξαγωγές το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα), κάτι που επιβεβαιώνει αφ ενός την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και κατανάλωσης από τα διεθνή προϊόντα και αφ ετέρου την αδυναμία της εγχώριας παραγωγής να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες και να θρέψει πέραν των 10 εκατ. εγχώριων καταναλωτών και τους τουρίστες που την επισκέπτονται.
Εισάγει ακόμη και προϊόντα, όπως το ελαιόλαδο. Σωστά διαβάσατε. Η Ελλάδα, ελαιοπαραγωγός χώρα, εισάγει ακόμη και ελαιόλαδο, προϊόν το οποίο συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της. Αν και παράδοξο είναι πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο πεντάμηνο του έτους η Ελλάδα εισήγαγε ελαιόλαδο αξίας 3,476 εκατ. ευρώ. Το ποσό σίγουρα είναι μικρό, αν συγκριθεί με τις εξαγωγές ελαιολάδου που πραγματοποίησε η χώρα την εξεταζόμενη χρονική περίοδο και οι οποίες άγγιξαν τα 218,7 εκατ. ευρώ. Είναι όμως σημαντικό αν συγκριθεί με τις εισαγωγές ελαιολάδου που έκανε η Ελλάδα το 2016. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ πέρυσι η Ελλάδα εισήγαγε ελαιόλαδο αξίας 3,049 εκατ. ευρώ, (από 11,021 εκατ. ευρώ το 2015 και 4,987 εκατ. ευρώ το 2009). Δηλαδή το πρώτο πεντάμηνο του έτους η Ελλάδα εισήγαγε ελαιόλαδο αξίας υψηλότερης από τις συνολικές περσινές εισαγωγές.
Την ίδια ώρα μόνο για ψάρια, οστρακοειδή, μαλάκια, κ.α. η Ελλάδα ξόδεψε το πρώτο πεντάμηνο 193 εκατ. ευρώ. Πάνω από 300 εκατ. ευρώ για γάλα, τυρί, βούτυρο, 2,4 εκατ. ευρώ για βολβούς, κρεμμύδια, ρίζες κ.α., κοντά στα 35 εκατ. ευρώ για λαχανικά, 19,2 εκατ. ευρώ για όσπρια, 95 εκατ. ευρώ για φρούτα (φράουλες, βερίκοκα, κεράσια, πεπόνια μήλα, μπανάνες, κ.α.).
Και η λίστα με προϊόντα που παράγει ή μπορεί να παράξει η χώρα αλλά επιλέγει να εισάγει συνεχίζεται. Μεταξύ αυτών και η ζάχαρη και τα τεύτλα. Το πρώτο πεντάμηνο δαπανήθηκαν για εισαγωγές κοντά στα 95 εκατ. ευρώ, όταν στο σύνολο του 2016, “μόλις” 73 εκατ. ευρώ. Κάτι που οφείλεται και στην κατάρρευση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης και στην παράδοση της εγχώριας αγοράς στις εμπορικές επιχειρήσεις. Την ίδια ώρα η χώρα εισάγει, αντί να παράγει, μηλίτη γιατί οι ζυθοποιίες δεν μπορούν να τον παράγουν λόγω του Βασιλικού Διατάγματος του 1922. Τι επίπτωση έχει αυτή η στρέβλωση; Ραγδαία αύξηση των εισαγωγών, τη στιγμή που το συγκεκριμένο προϊόν θα μπορούσε να παραχθεί στην Ελλάδα. Για την ιστορία θα πρέπει να αναφέρουμε πως στο πεντάμηνο οι εισαγωγές προϊόντων μηλίτη άγγιξαν τα 3,717 εκατ. ευρώ, όταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016 είχαν δαπανηθεί μόλις 1,8 εκατ. ευρώ. Τα παράδοξα με τις εισαγωγές δεν περιορίζονται μόνο στα προϊόντα διατροφής. Η χώρα εισάγει άμμο, κιμωλία, αργαλειούς ακόμη και σπίρτα.
Συνολικά τα τελευταία 16,5 χρόνια η χώρα έχει εισάγει προϊόντα αξίας κοντά στα 780 δισ. ευρώ. Μόνο πέρυσι η συνολικά αξία των ελληνικών εισαγωγών άγγιξε τα 43,150 δισ. ευρώ, από 42,65 δισ. ευρώ το 2015 και 36,8 δισ. ευρώ το 2001 και 52,4 δισ. ευρώ το 2009.
Τα στοιχεία αυτά είναι αποκαλυπτικά και αναδεικνύουν τη συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να υποκαταστήσει τις εισαγωγές μέσω της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού προτύπου που θα οδηγούσε σε εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου. Για να είμαστε όμως δίκαιοι η αποψίλωση της ελληνικής οικονομίας δεν συντελέστηκε την τελευταία οκταετία. Ο σπόρος φυτεύτηκε τη δεκαετία του ’80 και συντελέστηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Απλά τα 8 τελευταία χρόνια, η κρίση και η πτώση της κατανάλωσης, έδωσε το τελειωτικό κτύπημα στην εγχώρια βιομηχανική παραγωγή και στον πρωτογενή τομέα.