«Δήλος 1873-1913: Εικόνες μιας αρχαίας πόλης που έφερε στο φως η ανασκαφή»: αυτός είναι ο τίτλος του τρίγλωσσου λευκώματος (στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέλισσα και τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, με επιμέλεια του Jean-Charles Moretti, επικεφαλής των γαλλικών ανασκαφών στη Δήλο.
Η Δήλος υπήρξε η γενέτειρα του Απόλλωνα. Οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές την εξύμνησαν πολλές φορές γι’ αυτό, μιλώντας για την ιερότητά της: ένας μικρός, βραχώδης και άσημος τόπος που έγινε μέσα από τη μυθολογία και την ποίηση ο ιερός χώρος του θεού του φωτός και της μουσικής και πορεύτηκε επί αιώνες μέσα στη δόξα του: από τον 16ο αι. π. Χ., όταν εγκαταστάθηκαν στις Κυκλάδες οι Μυκηναίοι, μέχρι και το 88 π. Χ., όταν ο Μιθριδάτης εξεστράτευσε από τον Πόντο εναντίον του νησιού, καταστρέφοντας τα πάντα. Την τελειωτική καταστροφή σήμαναν τους επόμενους αιώνες οι επιδρομές των Σλάβων και των Σαρακηνών, που οδήγησαν στην απόλυτη ερήμωση (τα αρχαία ερείπια κατέληξαν να προσφέρουν οικοδομικά υλικά για τα γύρω νησιά).
Παρά τον εκμηδενισμό της, η Δήλος δεν υποχώρησε ποτέ από τη δημόσια μνήμη και ήδη από τον 18ο αιώνα άρχισαν οι αρχαιολογικές έρευνες, που χρηματοδοτήθηκαν σε πρώτη φάση από τη Ρωσία. Η πρώτη καθαρά επιστημονική ανασκαφή στη Δήλο ξεκίνησε επί βασιλείας Γεωργίου του Α’, το 1873, από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Η Γαλλική Σχολή ήρθε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1846, επί βασιλείας του Όθωνα και πρωθυπουργίας του Ιωάννη Κωλέττη, που ήταν (καθόλου τυχαία) αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος. Ο Κωλέττης προχώρησε στην απόφαση για την εγκατάσταση της Γαλλικής Σχολής ύστερα από συνεννοήσεις που είχε με τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα, στο πλαίσιο της σύσφιξης των σχέσεων του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου με τη μεγάλη δύναμη της Γαλλίας. Οι ανασκαφές θα εγκαινιαστούν το 1873 και θα συνεχιστούν μέχρι το 1894, οπότε και διακόπτονται λόγω της στροφής του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της Γαλλικής Σχολής στους Δελφούς. Το 1902 η Γαλλική Σχολή ξεκινάει εκ νέου τις ανασκαφές στη Δήλο, τώρα με γενναία χρηματοδότηση. Οι ανασκαφές διακόπτονται και πάλι το 1914, λόγω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για να κάνουν μια νέα εκκίνηση μετά τη λήξη του.
Αυτή είναι η αρχαιολογική ιστορία την οποία αφηγείται το φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζεται στον τόμο «Δήλος 1873-1913». Φωτογραφίες που μας υποβάλλουν σε πολλαπλές εικόνες: από την Αφροδίτη (επίσης γεννημένη στη Δήλο), και τον Πάνα, τους ναούς του Απόλλωνα και τις διάφορες αρχαϊκές κόρες μέχρι τους κίονες και τα βλοσυρά πέτρινα λιοντάρια. Φωτογραφικά στιγμιότυπα που έχουν να πουν πολλά όχι μόνο για τις εμβληματικές μορφές οι οποίες στοιχειώνουν τον σημαντικότερο ιερό τόπο της ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και για τους ανθρώπους (αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες και εργατικό προσωπικό) που δούλεψαν επί δεκαετίες στα ερείπιά του. Ο επιμελητής του λευκώματος Ζ. Σ. Μορετί, παλαιό μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, είναι σήμερα ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Αρχαία Αρχιτεκτονική του CNRS, υπεύθυνος του γραφείου της Λυόν. Οι εργασίες του έχουν να κάνουν με τα οικοδομήματα που προορίζονταν για θεάματα στην αρχαιότητα. Δουλεύει τακτικά στην Ελλάδα, όπου έχει μελετήσει επίσης το θέατρο της Δήλου και το θέατρο του ‘Αργους.
Σημειώνεται ότι, παράλληλα με τους Γάλλους, στη Δήλο εργάστηκαν και πολλοί Έλληνες αρχαιολόγοι, άλλοτε ως επόπτες των ανασκαφών εκ μέρους του ελληνικού κράτους ή ως έφοροι αρχαιοτήτων, και άλλοτε ως διευθυντές του αρχαιολογικού μουσείου του νησιού: από τον Π. Καββαδία και τον Δ. Φίλιο (κατά τη διάρκεια του 19ου αι.) μέχρι τον Δ. Σταυρόπουλο, τον Α. Κεραμόπουλο και τον Δ. Πίππα (από το 1894 μέχρι το 1929). Έτσι άλλωστε θα ολοκληρωθεί η σύνθετη προσπάθεια για τη συγκρότηση της πολιτικής και μνημειολογικής ιστορίας της Δήλου και των Κυκλάδων.