Εμπειρικοί ακτινολόγοι χωρίς καμία εξειδίκευση παραμένουν στα πόστα τους μια επταετία μετά από την απόφαση του ΣτΕ που ζητούσε την αντικατάστασή τους από πιστοποιημένο προσωπικό
Τι κοινό μπορεί να έχουν τα νοσοκομεία Καβάλας, Κορίνθου, “Άγιος Ανδρέας” Πάτρας, Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Ρίου, Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Ηρακλείου, Κουτλιμπάνειο Λάρισας, Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Λάρισας, “Ερυθρός Σταυρός”;
Η απάντηση έχει σχέση με τη στελέχωσή τους αλλά απέχει μακράν από όσα (νομίζουμε πως) γνωρίζουμε για τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες του ΕΣΥ: στα νοσοκομεία αυτά τα ακτινολογικά τμήματα είναι στελεχωμένα με υδραυλικούς, μηχανολόγους, ηλεκτρολόγους, τραπεζοκόμους, τραυματιοφορείς, που χειρίζονται τα ακτινολογικά μηχανήματα επιδεικνύοντας καλή θέληση και φιλότιμο!
Ο κίνδυνος στον οποίο εκτίθενται οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ακτινογραφίες, αξονικές τομογραφίες ή και ακτινοθεραπείες, από… εμπειρικούς ακτινολόγους και όχι απο πιστοποιημένους τεχνολόγους ακτινολόγους, είναι προφανής.
Όπως προφανής είναι και η ευθύνη των αρμοδίων μέσα στα δημόσια νοσοκομεία που έδωσαν ή δίνουν το πράσινο φως για αυτήν την προκλητικά παράνομη κατάσταση. Το ότι δεκάδες εργαζόμενοι σε Ακτινολογικά τμήματα του ΕΣΥ δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα και τους σχετικούς τίτλους σπουδών για τη διενέργεια ακτινολογικών πράξεων αποτελεί μια…ασήμαντη λεπτομέρεια για τους υπεύθυνους των νοσοκομείων, όσο ασήμαντη θεωρήθηκε και η άτυπη και άσχετη μετακίνησή τους, από τη θέση για την οποία προσλήφθηκαν, στα Ακτινολογικά τμήματα.
“Το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να λειτουργούν τα ακτινολογικά εργαστήρια των νοσοκομείων. Αλλά επιβάλλει να λειτουργούν σωστά. Εάν αναλογιστούμε πως χωρίς τα εργαστήρια δεν υπάρχει διάγνωση και συνεπώς δεν υπάρχει θεραπεία, αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει για το ΕΣΥ να λειτουργούν υπό αυτές τις παράνομες συνθήκες τα εργαστήρια. Η εμπειρία χωρίς τη γνώση δεν έχει αξία για τον ασθενή” λέει στο protothema.gr ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Τεχνολόγων Ακτινολόγων Ελλάδας (ΟΤΑΕ), κ. Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, επισημαίνοντας πως σε αρκετά νοσοκομεία δεν τηρούνται κανονισμοί που υπάρχουν για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της υγείας εργαζόμενων και ασθενών, και πως ουδείς μπορεί να αποκλείσει την κακή χρήση του εξοπλισμού και την υπερβολική ακτινοβολία ή μια διαρροή ακτινοβολίας.
Η (ΟΤΑΕ) ζητεί την επίλυση αυτού του μείζονος για τη δημόσια υγεία θέματος περισσότερα από δέκα χρόνια. Παρά τις ενέργειές της, όμως, ουσιαστική πρόοδος δεν υπάρχει. Αντίθετα, η κατάσταση που έχει πλέον διαμορφωθεί γεννά νέο κύκλο προβληματισμού και προβλημάτων.
Η Ομοσπονδία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τις παράνομες τοποθετήσεις υπαλλήλων μη ακτινολόγων στα Ακτινολογικά τμήματα και η προσφυγή της έγινε δεκτή. Το 2009 δόθηκε μια περίοδος χάριτος στο υπουργείο Υγείας και τα εποπτευόμενα από αυτό δημόσια νοσοκομεία ώστε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα – με το επιχείρημα πως δεν μπορεί να απομακρυνθούν από τη μια μέρα στην άλλη οι… μη ακτινολόγοι των Ακτινολογικών εργαστηρίων και να αντικατασταθούν από προσωπικό με τυπικά προσόντα και σχετικούς τίτλους σπουδών.
Κατά την επταετία που δόθηκε ως χρόνος προσαρμογής οι εργαζομενοι στα επίμαχα Ακτινολογικά του ΕΣΥ έπρεπε να αποκτήσουν τίτλο σπουδών ώστε να ολοκληρωθεί το βιογραφικό τους -καθότι την… εμπειρία την είχαν αποκτήσει στου (κασίδη) ασθενή την εξέταση. Ωστόσο, μετά την παρέλευση της επταετίας η κατάσταση παρέμεινε ίδια κι απαράλλαχτη – και φυσικά επικίνδυνη.
Σε κάποια νοσοκομεια οι εμπειρικοί ακτινολόγοι συνταξιοδοτήθηκαν, σε άλλα μπήκαν στα χαρτιά στη δεύτερη γραμμή των εργαστηρίων παρότι στην πραγματικότητα ήταν οι βασικοί χειριστές των μηχανημάτων. Και κανείς δεν έλαβε τον αναγκαίο τίτλο, την απαιτούμενη πιστοποίηση.
Ο πρόσφατος έλεγχος της καθ´ ύλην αρμόδιας Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) σε μεγάλα νοσοκομεία, κυρίως της περιφέρειας, κατέδειξε ότι η αυθαίρετη όσο και επικίνδυνη αυτή κατάσταση καλά κρατεί.
Από τον επιτόπιο έλεγχο της ΕΕΑΕ και από την εξέταση σχετικών παραστατικών που αφορούν το προσωπικό που εργάζεται στα ακτινολογικά εργαστήρια τουλάχιστον δύο νοσοκομείων, διαπιστώθηκε ότι “εργαζόμενοι δεν κατείχαν τα κατά τη νομοθεσία απαιτούμενα τυπικά προσόντα και τους σχετικούς τίτλους σπουδών, συνεπώς η απασχόλησή τους, δεν ήταν συμβατή με τις σχετικές απαιτήσεις των Κανονισμών Ακτινοπροστασίας και μόνο η ανάθεση βοηθητικών καθηκόντων θα έπρεπε να τους επιτραπεί”.
Η Επιτροπή κάλεσε τις διοικήσεις των νοσηλευτικών ιδρυμάτων να δώσουν εξηγήσεις για την κατάσταση στα Ακτινολογικά Τμήματα, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια επέβαλλε πρόστιμο ύψους 5.000 ευρώ σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις νοσοκομείων και αυστηρή σύσταση για συμμόρφωση με τις οδηγίες της, σε διαφορετική περίπτωση το νοσοκομείο βρίσκεται αντιμέτωπο με την έκπτωση της άδειας του ακτινολογικού του εργαστηρίου.