Tι θέλει ο νεότερος σε ηλικία διευθύνων σύμβουλος μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας; Μια αίθουσα ελέγχου βγαλμένη απευθείας από το διαστημόπλοιο “Enterprise”.
Όταν ο 41χρονος Vas Narasimhan ανέλαβε το τιµόνι του φαρμακευτικού κολοσσού Νovartis τον Φεβρουάριο, είχε ήδη θέσει σε εφαρµογή το έργο. Ερευνητές της Νovartis επισκέφθηκαν πύργους ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και το ελβετικό δίκτυο ηλεκτροδότησης για να διαπιστώσουν µε ποιον τρόπο άλλες βιομηχανίες χειρίζονταν τις ροές δεδομένων. Σε συνεργασία µε τη µονάδα QuantumBlack της McKinsey, δημιούργησαν ένα σύστηµα λογισµικού που ονομάζεται Nerve, το οποίο όχι µόνο παρακολουθεί κάθε σημείο δεδομένων και στις 550 κλινικές δοκιμές που εξετάζουν τα φάρμακα της Novartis, αλλά επίσης χρησιμοποιεί αναλυτικό λογισµικό για να προβλέπει κάθε πιθανό εμπόδιο στην εκτέλεση αυτών των μελετών. Σύντοµα, ο Narasimhan θα µπορεί να µπει στο κέντρο ελέγχου στην έδρα της εταιρείας στη Βασιλεία της Ελβετίας και να ανακαλέσει κάθε πληροφορία που χρειάζεται σε µια στιγµή.
“Εάν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, βλέπουµε ότι το ιατρικό κατεστημένο χρειάζεται 50 έως 75 χρόνια για να αλλάξει πραγματικά τον τρόπο διεξαγωγής των κλινικών μελετών”, λέει ο Narasimhan. “Η πρώτη κλινική µελέτη έγινε το 1670, η πρώτη ελεγχόµενη µε εικονικό φάρµακο µελέτη το 1880, η πρώτη τυχαιοποιηµένη ελεγχόµενη κλινική δοκιµή τη δεκαετία του 1940. Οπότε, τώρα µπαίνουµε σε έναν κόσµο όπου κάνουμε κάποια πράγματα καλύτερα σε σχέση µε πριν, αλλά, στην ουσία, δεν έχουμε ξανασκεφτεί τον τρόπο µε τον οποίο πραγµατοποιούμε τις κλινικές δοκιμές. Ως εκ τούτου, ακολουθούμε μια προσέγγιση που βασίζεται στην προοπτική χρήσης της τεχνολογίας για να ξεπερνάμε πολλές από τις προκλήσεις”.
Αυτή η εστιασµένη στην τεχνολογία προοπτική, σε συνδυασµό µε τη θέληση αλλαγής του τρόπου µε τον οποίο γίνονται τα πράγµατα, έφερε τον Αµερικανό Narasimhan στο τιµόνι µιας από τις µεγαλύτερες φαρµακευτικές εταιρείες παγκοσµίως. Κάνει πρωτοφανή βήµατα για την ενσωµάτωση της τεχνητής νοηµοσύνης, της τηλεϊατρικής, της αυτοµατοποίησης, ακόµα και της κβαντικής πληροφορικής, στην επίπονη διαδικασία της επινόησης νέων φαρµάκων και της εξέτασης της αποτελεσµατικότητας και της ασφάλειάς τους. Το ελπιδοφόρο γεγονός είναι ότι ένας νέος, χαρισµατικός διευθύνων σύµβουλος µπορεί να δώσει ώθηση στα µερίδια της Novartis, τα οποία σηµείωσαν άνοδο κατά µόλις 12% σε πέντε χρόνια – παρουσιάζοντας χαµηλότερες επιδόσεις από ανταγωνιστές όπως η Pfizer, η AstraZeneca και η Merck, παρότι η Novartis κυκλοφόρησε περισσότερα νέα φάρµακα από οποιαδήποτε από αυτές. Η εταιρεία συνάντησε δυσκολίες λόγω προβληµάτων παραγωγής, συγκρατηµένων πωλήσεων της Alcon, που είναι το τµήµα οφθαλµιατρικών προϊόντων της εταιρείας, και φαρµάκων τα οποία, παρότι ακούγονταν σπουδαία, δεν αγκαλιάστηκαν από τους γιατρούς, τους ασθενείς ή, ίσως το σηµαντικότερο, τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το 2017 οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 2%, στα 49 δισ. δολάρια, και τα κέρδη κατά 12%, αγγίζοντας τα 11,4 δισ. δολάρια.
Η φαρµακοβιοµηχανία έχει γενικά παρουσιαστεί διστακτική όσον αφορά τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Ο νέος διευθύνων σύμβουλος, ωστόσο, επιµένει ότι “η μετάβαση στην ευρεία χρήση των δεδοµένων και των ψηφιακών λύσεων” θα είναι ένα από τα κλειδιά για το µέλλον της Novartis. “Οι πιθανότητές µας στη Novartis να εντοπίζουμε τις κακές αποφάσεις και να τις αντικαθιστούμε στη συνέχεια µε τις σωστές αυξάνονται όταν το έργο µας υποστηρίζεται από αυτές τις μηχανικές δυνατότητες και την τεχνητή νοημοσύνη”. Ο ίδιος καταβάλλει µεγάλη προσπάθεια για να συµβεί αυτό. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν έχει δίκιο ή πρόκειται απλώς για µια εμμονή µε την τεχνολογία και έναν περισπασμό από την πραγματική αποστολή της Νovartis, που είναι η παρασκευή φαρμάκων.
Ο Narasimhan µεγάλωσε στο Πίτσµπουργκ, όπου µετακόµισαν οι γονείς του από την Ινδία πριν γεννηθεί ο ίδιος. Οι συχνές του επισκέψεις στην πατρίδα του για να δει τους παππούδες του διαµόρφωσαν την κοσµοθεωρία του. Λέει ότι η γιαγιά του από την πλευρά του µπαµπά του πήγε µόνο στο δηµοτικό, αλλά τα περισσότερα από τα 11 παιδιά της έκαναν προχωρηµένες σπουδές. Το ίδιο έκανε και ο Vas: πρώτα αποφοίτησε από το Πανεπιστήµιο του Σικάγου και έπειτα από το Χάρβαρντ, µε διδακτορικό στην ιατρική (2002) και µεταπτυχιακό δίπλωµα στη δηµόσια υγεία (2003). Εργάστηκε για τρία χρόνια στην McKinsey & Co. και εντάχθηκε στο δυναµικό της Novartis το 2005. Μέχρι το 2009 διηύθυνε το τµήµα εµβολίων της εταιρείας στις ΗΠΑ.
ΟJoseph Jimenez, ο οποίος είχε τα ηνία της Novartis από το 2010 έως το 2017, θυµάται να ακούει για τον πολλά υποσχόµενο γιατρό. “Ήταν γιατρός, αλλά αποδεικνυόταν ότι ήταν καλός και στη διοίκηση ενός εµπορικού οργανισµού”, λέει ο Jimenez. “Σπάνια βρίσκουµε αυτόν τον συνδυασµό ταλέντων”. (Ο Narasimhan είναι αυτήν τη στιγµή ο ένας από τους µόλις δύο επικεφαλής µεγάλων φαρµακευτικών εταιρειών µε σπουδές στην ιατρική.) Έπειτα, ήταν και το γεγονός ότι ο Narasimhan διηύθυνε το τµήµα εµβολίων όντας µόλις 30άρης. “Αυτό µας έλεγε ότι ο συγκεκριµένος άνθρωπος µπορεί να έχει το ταλέντο να ανέβει πολύ ψηλά στην εταιρεία”, δήλωσε ο Jimenez. Η Novartis, µε 120.000 εργαζοµένους παγκοσµίως και ελβετική κληρονοµιά εγκράτειας, ακολουθεί µια προσεκτική διαδικασία όσον αφορά την επιλογή των ανερχόµενων αστέρων της. Ο Narasimhan προετοιµαζόταν και του ανατέθηκε η προσπάθεια δηµιουργίας αντιγράφων βιοτεχνολογικών φαρµάκων – πρωτεϊνικά φάρµακα όπως το ΕΡΟ για την αναιµία ή αντισώµατα όπως το φάρµακο Rituxan για τον καρκίνο. Αλλά τότε ο επικεφαλής ανάπτυξης του Jimenez, ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή όλων των κλινικών δοκιµών της εταιρείας, παραιτήθηκε. Ο Jimenez θυµάται να ανατρέχει σε λίστες ονοµάτων και να συναντά µια λίστα µε άγνωστα πρόσωπα, ανερχόµενους αστέρες που δεν είχαν επισηµανθεί για τη δουλειά. “Όλοι είπαµε: “Αυτός είναι””. Τα υπάρχοντα του Narasimhan βρίσκονταν σε ένα πλοίο µεταφοράς εµπορευµατοκιβωτίων µε κατεύθυνση το Μόναχο, όπου έχει την έδρα του το τµήµα των γενοσήµων. Ο Jimenez το έστειλε στην έδρα της εταιρείας στη Βασιλεία.
Ο ίδιος ο Jimenez ήταν ενθουσιασµένος µε τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας. Η Novartis διαπραγµατεύτηκε µια συµφωνία µε τη Verily, το τµήµα βιοεπιστηµών της Alphabet, για να δηµιουργήσει έναν φακό επαφής που µετρά τα επίπεδα σακχάρου στο αίµα, καθώς και µία άλλη µε τη Microsoft για τη χρήση ενός συστήµατος βιντεοπαιχνιδιού που αξιολογεί τη σοβαρότητα των συµπτωµάτων της πολλαπλής σκλήρυνσης. Ο Narasimhan είχε την εντολή να κυνηγήσει κάθε ενδιαφέρον τεχνολογικό έργο που µπορούσε.
Ένα από αυτά ήταν η Flatiron Health από τη Νέα Υόρκη, η οποία προσπαθεί να κάνει πολύ πιο αξιόπιστα τα δεδοµένα που προέρχονται από τους ηλεκτρονικούς φακέλους υγείας. (Μέχρι στιγµής, οι κλινικές δοκιµές µε οµάδα εικονικού φαρµάκου δίνουν πολύ πιο σαφείς απαντήσεις.) “Είχαµε συναντηθεί τρεις ή τέσσερις φορές και γνώριζε τις τεχνολογικές πλατφόρµες στις οποίες εργάζονται, όπως σε ποιες γλώσσες γράφουν κώδικα”, λέει ο Nat Turner, ο 32χρονος διευθύνων σύµβουλος της Flatiron. Η εταιρεία πωλήθηκε στη Roche, η οποία επίσης εδρεύει στη Βασιλεία, αλλά εξακολουθεί να συνεργάζεται µε τη Novartis.
Eνας προφανής τοµέας στον οποίο οι υπολογιστές θα µπορούσαν να βελτιώσουν τα πράγµατα είναι η ένταξη ασθενών στις κλινικές δοκιµές. Η συνεργασία της µε τη Novartis ήταν ένα από τα λίγα πράγµατα στα οποία η IBM Watson έδειξε πραγµατικά ότι µπορεί να αλλάξει τα δεδοµένα, µειώνοντας τον χρόνο που χρειάστηκε για να ελεγχθεί εάν 90 ασθενείς πληρούσαν τα κριτήρια συµµετοχής σε µια κλινική δοκιµή, από 1 ώρα και 50 λεπτά σε 24 λεπτά. Όµως, ο Narasimhan ενθουσιάζεται ακόµα περισσότερο µε µια άλλη προσέγγιση. Επί του παρόντος, λίγοι ασθενείς συµµετέχουν σε κλινικές δοκιµές – για παράδειγµα, µόνο το 4% των ατόµων µε καρκίνο συµµετέχουν σε µελέτες. Το πρόβληµα είναι ίσως ότι αναµένεται από αυτούς να µεταβαίνουν στους γιατρούς που κάνουν την έρευνα. Και αν µπορούσατε εσείς να φέρετε την κλινική δοκιµή στον ασθενή;
Αυτή ήταν η ιδέα πίσω από τη Science37, µια νεοφυή επιχείρηση στο Λος Άντζελες που χρησιµοποιεί την τηλεϊατρική για να στέλνει φάρµακα και νοσηλευτές στα σπίτια των ανθρώπων. Οι ιδρυτές της πίστευαν αρχικά ότι η προσπάθειά τους θα αφορούσε κυρίως τα χάπια, αλλά βρίσκουν και ασθενείς που παίρνουν ενέσιµα φάρµακα. Η Novartis ήταν ένας από τους αρχικούς επενδυτές και νωρίτερα αυτόν τον µήνα δήλωσε ότι θα ξεκινήσει δέκα δοκιµές µε τη Science37 για τα επόµενα πέντε χρόνια: “Στην πραγµατικότητα, νοµίζω ότι ο Vas είναι νεότερός µου, αλλά ειλικρινά τον θεωρώ µέντορά µου”, δήλωσε ο 46χρονος Noah Craft, διευθύνων σύµβουλος της Science37. “Είναι αρκετά οραµατιστής ως προς τον τρόπο που φαντάζεται τη διαµόρφωση της εταιρείας. Είναι επίσης ένας πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος για συζήτηση”.
Μερικές φορές οι θεραπείες οι ίδιες µπορεί να είναι λογισµικό. Επίσης, τον Μάρτιο, η Novartis συνεργάστηκε µε την Pear Therapeutics για την ανάπτυξη προγραµµάτων που θα βοηθούν τους ασθενείς να χειριστούν τα συµπτώµατα της σχιζοφρένειας και της πολλαπλής σκλήρυνσης. Όµως, εκεί όπου ο Narasimhan βλέπει πραγµατικές δυνατότητες είναι στη χρήση λογισµικού για την επινόηση φαρµάκων. Η Νovartis χρησιμοποιεί ήδη ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που ονομάζεται “ψηφιακός φλοιός” στα ερευνητικά της εργαστήρια στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης, για να προβλέψει ποια φάρμακα μπορεί να έχουν αποτέλεσμα πριν ακόμη ξεκινήσει κλινικές δοκιμές. Ο Narasimhan ενδιαφέρεται, επίσης, για τη δυνατότητα χρήσης της κβαντικής πληροφορικής, η οποία χρησιµοποιεί την περίεργη φυσική των υποατοµικών σωµατιδίων για να αποκτήσει επιπλέον υπολογιστική ισχύ, καθώς και για να επιταχύνει τη δύσκολη διαδικασία της λήψης ενός µορίου που φαίνεται να δουλεύει κάπως και της µετατροπής του σε ένα φάρµακο που έχει πιθανότητες επιτυχίας µόλις φτάσει στην αγορά.
Τι νόηµα έχει όλος αυτός ο επαναπροσδιορισµός; Τα εργαστήρια της Novartis είναι παραγωγικά, καθώς έχουν λανσάρει 16 φάρµακα την τελευταία δεκαετία, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, σύµφωνα µε το Κέντρο Έρευνας για τη Βιοϊατρική Καινοτοµία Innothink. Όµως, ο Narasimhan λέει ότι θέλει η Novartis να βάζει “έξυπνα, αντικοµφορµιστικά στοιχήµατα”. Όπως η αδειοδότηση της εταιρείας το 2012 που οδήγησε στο tisagenlecleucel, µια θεραπεία γενετικού ανασχεδιασµού των λευκών αιµοσφαιρίων, ώστε να επιτίθενται στον καρκίνο. Ή η δοκιµή του φαρµάκου για σπάνιες παθήσεις κανακινουµάµπη, το οποίο αντιµετωπίζει την καρδιακή νόσο µε µείωση της φλεγµονής. Και τα δύο εγείρουν διαµάχες: το tisagenlecleucel κοστίζει 475.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ δεν είναι σαφές ότι η κανακινουµάµπη θα διατεθεί στο εµπόριο για την πρόληψη των καρδιακών προσβολών. Όµως, το θέµα του Narasimhan είναι ότι δεν θέλει να βρίσκεται σε µια πολυπληθή αγορά, όπου πολλές εταιρείες προσπαθούν να αναπτύξουν φάρµακα τα οποία είναι ουσιαστικά τα ίδια. Θέλει να βρίσκεται µπροστά, και σε αχαρτογράφητα νερά.
Ξέρει ότι έχει άλλα προβλήµατα. Υπερασπίζεται την τιµή του tisagenlecleucel ως οικονοµικά αποδοτική, ειδικά όταν µπαίνει στην εξίσωση η πολιτική επιστροφών την οποία προσπαθεί να διαπραγµατευτεί η Novartis µε τα ασφαλιστικά ταµεία. Αλλά παραδέχεται ότι η φαρµακοβιοµηχανία, η οποία έχαιρε ευρείας εκτίµησης τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, δεν βρίσκεται σε τόσο µεγάλη εκτίµηση πλέον. “Το χάσαµε αυτό λόγω των αποφάσεων που πήραµε τα τελευταία 20 χρόνια όσον αφορά τον τρόπο προώθησης και τιµολόγησης των φαρµάκων µας, καθώς και το πώς προχωρούσαµε σε αυξήσεις των τιµών”, δήλωσε. Θεωρεί ότι, µε τη λήψη των σωστών αποφάσεων και την ανάπτυξη των σωστών φαρµάκων, µπορεί σιγά-σιγά να ξανακερδίσει την εµπιστοσύνη του κοινού.
“Θα έλεγα ότι είναι ένας µακρύς δρόµος, και αυτό δεν είναι κάτι που θα δω”, λέει σχετικά µε τη βελτίωση της φήµης των φαρµακευτικών εταιρειών. “Είµαι νέος. Θα κάνω ό,τι καλύτερο µπορώ κατά τη διάρκεια της θητείας µου”.
“Θα έλεγα ότι είναι ένας µακρύς δρόµος, και αυτό δεν είναι κάτι που θα δω”, λέει σχετικά µε τη βελτίωση της φήµης των φαρµακευτικών εταιρειών. “Είµαι νέος. Θα κάνω ό,τι καλύτερο µπορώ κατά τη διάρκεια της θητείας µου”.