Περισσότερα από 150 εκατ. ευρώ χάνει κάθε χρόνο η Ελλάδα από επενδύσεις φαρμακευτικών για την έρευνα και την ανάπτυξη νέων θεραπειών. Τα στοιχεία για τον αριθμό κλινικών μελετών που διεξάγονται στη χώρα μας, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε., δείχνουν πως- παρά τις δεσμεύσεις- λίγα έχουν γίνει από πλευράς υπουργείου Υγείας, τόσο για τη μείωση της γραφειοκρατίας, όσο και για τον περιορισμό των καθυστερήσεων στην έγκριση των μελετών, που θεωρούνται τα βασικότερα εμπόδια για την υλοποίηση των εν λόγω επενδύσεων.
Σύμφωνα με το Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα επενδύονται λιγότερα από 80 εκατ. ευρώ ετησίως για κλινικές μελέτες, τη στιγμή που με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν έσοδα άνω των 250 εκατ.
Την ίδια στιγμή, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων και Συνδέσμων (EFPIA), κάθε χρόνο επενδύονται διεθνώς περισσότερα από 75 δισ. ευρώ και πανευρωπαϊκά πάνω από 30 δισ. στη φαρμακευτική έρευνα. Το Βέλγιο, για παράδειγμα, κερδίζει περίπου 2,5 δισ. από τις φαρμακευτικές που υλοποιούν εκεί τα ερευνητικά του προγράμματα, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο σχεδόν το 50% των αναγκών των πολιτών σε φάρμακα.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, ο αριθμός των κλινικών μελετών ανεξαρτήτως φάσης ή σταδίου, που διεξήχθησαν στην Ελλάδα μέχρι το 2017 ήταν 2.265 (1.280 ολοκληρωμένες) όσες περίπου και στην Τσεχία, πολύ λιγότερες όμως σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες σε συγκρίσιμο μέγεθος, όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία, που διεξάγουν πάνω από 7.500 κλινικές μελέτες.
Είναι δε ενδεικτικό πως το 2015 στην Ελλάδα διενεργήθηκαν μόλις 154 κλινικές δοκιμές (ποσοστό 0,008%), όταν σε παγκόσμιο επίπεδο ο αριθμός τους ανήλθε σε 1.829.442. Σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται υπό ανάπτυξη 7.000 νέα φάρμακα.
Μελέτες του ΙΟΒΕ έχουν δείξει επίσης ότι για κάθε επιπλέον επένδυση 10 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα υπάρχει συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 22 εκατ. ευρώ, επιπλέον αύξηση κατά 5,18 εκατ. στα κρατικά έσοδα από φόρους και εισφορές και δημιουργία 436 νέων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, μελέτες άλλων ερευνητικών φορέων καταδεικνύουν ότι η έγκριση μίας κλινικής μελέτης δύναται να επιφέρει καθαρή αύξηση στο ΑΕΠ της χώρας έως και 500 χιλ. ευρώ.
Από τα περίπου 80 εκατ. που επενδύονται στην Ελλάδα, το 20% (16 εκατ.) αποδίδεται στο ελληνικό Δημόσιο και 15% (12 εκατ.) στα συμμετέχοντα νοσοκομεία, καλύπτοντας μόλις το 4% των φαρμακευτικών αναγκών.
Σήμερα η διαδικασία έγκρισης για διεξαγωγή μιας κλινικής μελέτης μπορεί να διαρκέσει ακόμη και έξι μήνες (παλιότερα έφτανε μέχρι και τα δύο χρόνια). Η διαφορά με άλλες χώρες είναι και σε αυτό το σημείο μεγάλη. Το Βέλγιο εγκρίνει τις κλινικές μελέτες ακόμα και μέσα σε 15 μέρες και αυτός είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που του επιτρέπουν να έχει ηγετική θέση πανευρωπαϊκά στις επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης.
Στα τέλη του μήνα πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, θα πραγματοποιηθεί συνάντηση μεταξύ φορέων του φαρμάκου, υπουργείου Υγείας, υπουργείου Ανάπτυξης, ΕΟΦ, ΕΟΠΥΥ και νοσοκομείων με αντικείμενο την κατάθεση νομοσχεδίου για την επιτάχυνση των διαδικασιών για την έγκριση των κλινικών μελετών.