Η υπερλιπιδαιμία είναι η αύξηση των λιπιδίων (χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, HDL-χοληστερόλη, LDL- χοληστερόλη) του αίματος και αποτελεί ένα από τα συχνότερα προβλήματα που απασχολούν το κοινωνικό σύνολο. Η δυσλιπιδαιμία είναι μια διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων, η οποία όταν συνδυάζεται και με άλλους παράγοντες κινδύνου (π.χ. κάπνισμα) διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην παθογένεια της αθηρωματικής νόσου, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα καρδιαγγειακά επεισόδια. Όσο πιο έγκυρα διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί η δυσλιπιδαιμία τόσο καλύτερα αποτελέσματα έχουμε στην πρόληψη των επεισοδίων αυτών. Η αύξηση των λιπιδίων, που είναι το αποτέλεσμα κακού μεταβολισμού αυτών, ξεκινά από παρά πολύ μικρή ηλικία και είναι σύνηθες στο εργαστήριο σε μικρά παιδιά να βρίσκουμε αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκερεδίων. Διεθνείς μελέτες έδειξαν ότι η αθηρωματική νόσος ξεκινά τώρα από την ηλικία των επτά ετών.
Προσδιορισμός των λιπιδίων του αίματος περιλαμβάνει μέτρηση της ολικής χοληστερόλης, της LDL και HDL χοληστερόλης καθώς και των τριγλυκεριδίων. Θα πρέπει να έχει προηγηθεί νηστεία για τουλάχιστον 12 ώρες πρό της λήψεως του δείγματος.
Η χοληστερόλη είναι μια ουσία απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, η οποία όμως εάν κυκλοφορεί σε μεγάλες ποσότητες έχει αρνητικές συνέπειες γιατί εναποτίθεται στο τοίχωμα των αγγείων (αρτηριών) δημιουργώντας την αθηρωματική πλάκα. Η χοληστερόλη παράγεται στο ήπαρ και είναι απαραίτητη για την παραγωγή και δράση πολλών ορμονών, της χολής και της βιταμίνης D και μεταφέρεται στο αίμα συνδεδεμένη με ειδικές πρωτεΐνες (λιποπρωτεΐνες) για να χρησιμοποιηθεί απ΄ όλα τα κύτταρα του οργανισμού. Η εξωγενής χοληστερόλη προέρχεται από τροφές και προϊόντα ζωικής προέλευσης, κάποια είδη ψαριών και οστρακοειδή, ενώ αντίθετα τροφές φυτικής προέλευσης δεν περιέχουν καθόλου χοληστερόλη.
Επίπεδα ολικής χοληστερόλης μικρότερα από 200 mg/dL θεωρούνται φυσιολογικά, 200-239 mg/dL θεωρούνται οριακά υψηλά, ενώ υψηλά θεωρούνται επίπεδα μεγαλύτερα των 240 mg/dL. Ασθενείς, με τιμές ολικής χοληστερόλης άνω των 240 mg/dL διατρέχουν τριπλάσιο κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο σε σχέση με αυτούς με τιμές μικρότερες από 200 mg/dL.
Η μεταφορά των λιπιδίων στο αίμα επιτυγχάνεται με τη σύνδεσή τους με υδρόφιλες πρωτεΐνες. Το σύμπλεγμα των λιπιδίων με τις πρωτεΐνες ονομάζεται λιποπρωτείνη. Βάσει της ηλεκτροφόρησης και υπερφυγοκέντρησης διακρίνονται σε 4 κατηγορίες:
α-λιποπρωτείνες ή υψηλής πυκνότητας (HDL ή καλή χοληστερίνη). Μεταφέρουν την χοληστερίνη από την περιφέρεια στο ήπαρ με αποτέλεσμα τον καθαρισμό των αγγείων από την χοληστερίνη γι’ αυτό συνηθίζεται να λέγεται καλή χοληστερίνη
προ-β-λιποπρωτείνες ή πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL)
β-λιποπρωτείνες ή χαμηλής πυκνότητας (LDL ή κακή χοληστερίνη). Μεταφέρουν την χοληστερίνη από το ήπαρ στην περιφέρεια με αποτέλεσμα τη συσσώρευση της στα αγγεία γι’ αυτό συνηθίζεται να λέγεται κακή χοληστερίνη.
χυλομικρά
Η εργαστηριακή διάγνωση των λιποπρωτεινών γίνεται με συνδυασμό μεθόδων. Οι πιο χρήσιμες είναι ο προσδιορισμός των τριγλυκεριδίων, της χοληστερίνης, της HDL και της LDL- χοληστερίνης.
Σε περίπτωση ανεύρεσης υπερλιπιδαιμίας, τα αποτελέσματα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν λαμβάνοντας τουλάχιστον δύο ακόμη δείγματα αίματος του ασθενούς. Πριν από την επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής θα πρέπει επίσης να αποκλειστεί ότι η υπερλιπιδαιμία είναι δευτεροπαθής, οφείλεται δηλαδή σε άλλη διαταραχή (πχ υποθυρεοειδισμός, αλκοολισμός, νεφροπάθεια, λήψη αντισυλληπτικών ή κορτικοστεροειδών), καθόσον θεραπεία του δευτεροπαθούς αιτίου θα διορθώσει και την υπερλιπιδαιμία.
Η πρώτη μέτρηση των λιπιδίων του αίματος θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ηλικία μεταξύ 20 και 30 ετών και να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον ανά 5ετία. Αν η χοληστερόλη είναι μεγαλύτερη από 200 mg/dL, η HDL χοληστερόλη είναι κάτω από 40 mg/dL και συνυπάρχουν και τουλάχιστον άλλοι 2 παράγοντες κινδύνου (ηλικία μεγαλύτερη από 45 έτη για τους άνδρες και μεγαλύτερη από 55 έτη για τις γυναίκες, θετικό κληρονομικό ιστορικό για στεφανιαία νόσο σε άνδρα συγγενή 1ου βαθμού πριν την ηλικία των 55 ετών, κάπνισμα, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης), τότε η εξέταση πρέπει να επαναλαμβάνεται ανά 1-2 έτη.
Η αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας απαιτεί εφόρου ζωής προσπάθεια εκ μέρους του ασθενούς και του θεράποντος ιατρού και πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με το προφίλ του κάθε ασθενούς. Η συμμόρφωση του ασθενούς στην θεραπεία αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα, καθόσον το 50% των ασθενών διακόπτουν την αγωγή στον 1ο χρόνο και το 75% έχουν διακόψει την αγωγή μετά την πάροδο 2 ετών.
Όταν σε κάποιον διαγνωσθεί υψηλή χοληστερίνη ο γιατρός αρχικώς συνιστά αλλαγή της διατροφής με έμφαση στη μείωση πρόσληψης τροφών που περιέχουν πολλά λιπαρά και ιδιαίτερα κεκορεσμένα λίπη και χοληστερίνη. Επαρκεί όμως η δίαιτα για μείωση της
χοληστερίνης και επιτυγχάνει τον τελικό στόχο που είναι η πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων; Η απάντηση είναι αρνητική. Από μόνη της η δίαιτα δεν είναι ικανή να μειώσει σημαντικά τη συγκέντρωση της LDL, της «κακής» χοληστερίνης στο αίμα. Σωματική
άσκηση σε συνδυασμό με δίαιτα είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη μείωση της «κακής» χοληστερίνης αλλά και για τη διατήρηση ή και αύξηση της συγκέντρωσης της HDL, της «καλής» χοληστερίνης.
Είναι από χρόνια γνωστό ότι όταν κάποιος ακολουθεί δίαιτα που οδηγεί σε μείωση της συγκέντρωσης της χοληστερίνης μειώνει όχι μόνο την «κακή» αλλά και την «καλή» χοληστερίνη, μειώνοντας έτσι τη θετική επίπτωση που θα μπορούσε να έχει η μείωση της «κακής» χοληστερίνης στην υγεία. Ο συνδυασμός δίαιτας και άσκησης όχι μόνο μειώνει την «κακή» χοληστερίνη πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι από μόνη της η δίαιτα, αλλά και ίσως σπουδαιότερο ακόμη διατηρεί ή και αυξάνει την «καλή» χοληστερίνη, μεγιστοποιώντας έτσι το θετικό αποτέλεσμα.
Η άσκηση, η μείωση του βάρους και η μεταβολή των διαιτητικών συνηθειών αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την μείωση των λιπιδίων και υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν δείξει ότι η άσκηση ελαττώνει τη θνητότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα. Ωστόσο, παρότι η δίαιτα και η άσκηση βοηθούν σημαντικά, συχνά απαιτείται η χορήγηση φαρμάκων για την επίτευξη του στόχου της επιθυμητής τιμής της LDL χοληστερόλης.
Κατά τη διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής, η ταυτόχρονη μείωση της πρόσληψης λιπαρών ουσιών με την τροφή είναι θεμελιώδους σημασίας στην αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας.
Γενικότερα, συνιστάται τα κορεσμένα λίπη να αποτελούν λιγότερο από 7% των συνολικών θερμίδων και η χοληστερόλη από την τροφή να μην υπερβαίνει τα 200 mg ημερησίως.
Η υπολιπιδαιμική δίαιτα
Τρώμε ελεύθερα:
-Πουλερικά: Κοτόπουλο, γαλοπούλα χωρίς πέτσα, κουνέλι, κυνήγι
-Ψάρια: Όλα τα άσπρα ψάρια χωρίς πέτσα
-Όσπρια: Φασόλια ρεβίθια, φακές, κουκιά, φάβα
-Γαλακτοκομικά:Γάλα και γιαούρτι με 0-1% λιπαρά. Μυζήθρα νωπή ή κίτρινο τυρί με λιγότερο από 10% λιπαρά
-Λίπη-Έλαια: Ελαιόλαδο, καλαμποκέλαιο, σογιέλαιο, ηλιέλαιο, μαργαρίνη με ρευστά φυτικά έλαια
-Ψωμί: Όλα τα ψωμιά (κατά προτίμηση ολικής αλέσεως), φρυγανιές
-Δημητριακά: Όλα τα δημητριακά, κουάκερ, κορν φλέικς, μακαρόνια, ρύζι, πατάτες
-Λαχανικά-Φρούτα: Όλα
-Ποτά: Καφές, τσάι
Τρώμε με μέτρο :
-Κρέας: Άπαχο κρέας, μοσχάρι, άπαχο ζαμπόν, λουκάνικα από μοσχάρι ή κοτόπουλο
-Ψάρια: Σολωμός
-Γαλακτοκομικά: Γάλα και γιαούρτι μέχρι 2% λιπαρά. Κίτρινο τυρί με λιγότερο από 20% λιπαρά
-Διάφορα: Τσιπς, Τηγανητές πατάτες, Μαγιονέζα, Σάλτσες με κρέμα γάλακτος ή βούτυρο
Φαρμακευτική αγωγή
Η επιλογή των ασθενών που χρειάζεται να λάβουν φαρμακευτική αγωγή, καθώς και το είδος του φαρμάκου που πρέπει να χορηγηθεί θα πρέπει να αποφασίζεται από το θεράποντα ιατρό. Η επιλογή βασίζεται στο συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία και των υπολοίπων παραγόντων κινδύνου, όπως κάπνισμα, υπέρταση, διαβήτης και κληρονομικό ιστορικό. Τα τελευταία χρόνια οι στατίνες (ατορβαστατίνη, λοβαστατίνη, πραβαστατίνη, σιμβαστατίνη, φλουβαστατίνη, πιβαστατίνη) αποτελούν τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα για την αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας.
Σε μεγάλες μελέτες έχει βρεθεί ότι οι στατίνες ελαττώνουν την τη συχνότητα εμφάνισης εμφράγματος, μειώνουν την πρόοδο και εξέλιξη των αθηροσκληρυντικών βλαβών σε στεφανιαίους ασθενείς και ελαττώνουν τη θνητότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σπάνιες και περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές (δυσκοιλιότητα, κοιλιακό άλγος), κεφαλαλγία, μυαλγίες και εξάνθημα. Σε ποσοστό 1-2% μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση των ηπατικών ενζύμων, τα οποία αν υπερβούν το τριπλάσιο των αρχικών τιμών απαιτείται η διακοπή του φαρμάκου, οπότε και επανέρχονται σε φυσιολογικά επίπεδα.
Μια ιδιαίτερα σπάνια ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η εμφάνιση μυοπάθειας με αύξηση της κρεατινοφωσφοκινάσης (CPK). Ένεκα των ανωτέρω ανεπιθύμητων ενεργειών συνιστάται να προσδιορίζονται πριν την έναρξη της θεραπείας οι τρανσαμινάσες και η CPK και κατόπιν να παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Aλλα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας είναι η γεμφιμπροζίλη, προβουκόλη, κλοφιμπράτη και νικοτινικό οξύ.
Επανεξέταση αίματος γίνεται μετά παρέλευση τουλάχιστον 6 εβδομάδων από την έναρξη χορήγησης του φαρμάκου, καθόσον οι μεταβολές των επιπέδων της χοληστερόλης απαιτούν μακρύ χρονικό διάστημα.
Leave a Comment