Η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί δείκτη αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες κινδύνου που μπορεί να έχει ένας άνδρας όπως υψηλή χοληστερίνη, υπέρταση ή κάπνισμα.
Αυτό επιβεβαιώνει μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρωτή καθηγητή Μάικλ Μπλάχα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό Circulation μελέτησαν περισσότερους από 1.900 άνδρες ηλικίας 60 έως 78 ετών σε βάθος τετραετίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι ανέφεραν στυτική δυσλειτουργία, είχαν κατά μέσο όρο υπερδιπλάσια πιθανότητα να πάθουν έμφραγμα, καρδιακή ανακοπή, αιφνίδιο καρδιακό θάνατο και εγκεφαλικό (θανατηφόρο ή μη). Το 6,3% των ανδρών με στυτική δυσλειτουργία είχαν κάποιο τέτοιο καρδιαγγειακό επεισόδιο, έναντι ποσοστού μόνο 2,6% μεταξύ των ανδρών που δεν είχαν τέτοιο πρόβλημα.
Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι η δυσλειτουργία της στύσης αποτελεί σημαντικό σημάδι που μπορεί να καθοδηγήσει τους καρδιολόγους να εκτιμήσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε ανθρώπους μέσης ηλικίας. Πέρυσι η Βρετανία ενσωμάτωσε επίσημα τη στυτική δυσλειτουργία στον αλγόριθμο που χρησιμοποιείται από τους βρετανούς γιατρούς για να αξιολογούν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο ενός άνδρα σε βάθος δεκαετίας.
Στυτική δυσλειτουργία θεωρείται η ανικανότητα ενός άνδρα να πετύχει ή να διατηρήσει στύση, έτσι ώστε να έχει μια ικανοποιητική σεξουαλική επαφή, κάτι που συμβαίνει σχεδόν στο 20% των ανδρών άνω των 20 ετών, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η καρδιαγγειακή νόσος και η στυτική δυσλειτουργία έχουν αρκετούς κοινούς παράγοντες κινδύνου, όπως την παχυσαρκία, την υπέρταση, το κάπνισμα, το διαβήτη και το μεταβολικό σύνδρομο.
«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν ότι η στυτική δυσλειτουργία είναι από μόνη της ένας ισχυρός προγνωστικός δείκτης για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο» δήλωσε ο Μπλάχα.
Όπως είπε, αν ένας άνδρας αναζητά θεραπεία για στυτική δυσλειτουργία, τότε θα πρέπει παράλληλα να εξετασθεί από καρδιολόγο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ