Η ημικρανία είναι ένα ξεχωριστό νευρολογικό νόσημα. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια μέτριας έως σοβαρή κεφαλαλγίας που συνήθως είναι σφύζουσα, συχνά στη μία πλευρά του κεφαλιού, και συνοδεύεται από ναυτία, έμετο και ευαισθησία στο φως, τους ήχους και τις οσμές. Η ημικρανία σχετίζεται με άλγος, ανικανότητα και μειωμένη ποιότητα ζωής για τον ασθενή, καθώς και με οικονομικό κόστος για την κοινωνία. Επιδρά έντονα και περιοριστικά στις ικανότητες ενός ατόμου να πραγματοποιεί τις καθημερινές του δραστηριότητες, ενώ, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, αποτελεί μία από τις δέκα κύριες αιτίες πρόκλησης ετών αναπηρίας στους άνδρες και τις γυναίκες. Εξακολουθεί να τυγχάνει ανεπαρκούς διάγνωσης και θεραπείας. Οι υπάρχουσες προφυλακτικές θεραπείες προέρχονται από άλλες θεραπευτικές ενδείξεις και συχνά συσχετίζονται με μειωμένη ανοχή και έλλειψη αποτελεσματικότητας, κάτι που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής τους μεταξύ των ασθενών.
Η Novartis ανακοίνωσε ότι ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των Η.Π.Α. (FDA) ενέκρινε το erenumab για την προφυλακτική θεραπεία της ημικρανίας στους ενήλικες. Το erenumab είναι μια καινοτόμος θεραπευτική προσέγγιση, που αποτελεί την πρώτη και μοναδική, εγκεκριμένη από τον FDA θεραπεία που έχει σχεδιαστεί ειδικά για την προφύλαξη από την ημικρανία με αποκλεισμό του υποδοχέα του πεπτιδίου που σχετίζεται με το γονίδιο της καλσιτονίνης (CGRP-R), το οποίο πιστεύεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ημικρανία. Το erenumab 70mg χορηγείται άπαξ μηνιαίως με τη συσκευή αυτοχορήγησης της Amgen, SureClick®, και δεν απαιτεί δόση εφόδου. Για κάποιους ασθενείς, ίσως είναι πιο επωφελής η δόση των 140 mg άπαξ μηνιαίως.
«Η έγκριση του erenumab από τον FDA δείχνει τη δέσμευση της Novartis για την παροχή ουσιωδών νέων φαρμάκων στους ασθενείς με περίπλοκα νευρολογικά νοσήματα, όπως η ημικρανία», δήλωσε ο Paul Hudson, CEO Novartis Pharmaceuticals. «Το erenumab είναι η πρώτη στο είδος της θεραπεία που στοχεύει τον υποδοχέα του CGRP και έχει επιδείξει ισχυρή αποτελεσματικότητα σε ολόκληρο το φάσμα της ημικρανίας. Ανυπομονούμε να συνεργαστούμε στενά με την Amgen στις Η.Π.Α., προκειμένου να διαθέσουμε αυτή τη θεραπεία στους γιατρούς και τους ασθενείς τους, οι οποίοι μπορούν να επανακτήσουν ελεύθερες από ημικρανία ημέρες κάθε μήνα».
Στις κλινικές μελέτες Φάσης II και III στη χρόνια και επεισοδιακή ημικρανία, το erenumab οδήγησε σε σημαντικές μειώσεις των ημερών με ημικρανία ανά μήνα καθώς και της χρήσης φαρμάκων για την οξεία φάση της ημικρανίας, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Φάνηκε ότι οι επιδράσεις αυτές στις ημέρες με ημικρανία ανά μήνα διατηρήθηκαν για έως και 15 μήνες σε μια υπό εξέλιξη, ανοικτής επισήμανσης, σε φάση επέκτασης κλινική μελέτη για την επεισοδιακή ημικρανία (4 έως 14 ημέρες με κεφαλαλγία ανά μήνα).
Η αποτελεσματικότητα, η ανοχή και η ασφάλεια του erenumab αξιολογήθηκαν σε περισσότερους από 3.000 ασθενείς, συμπεριλαμβανομένης μιας κλινικής μελέτης Φάσης IIIb (LIBERTY) και μιας υπό εξέλιξη ανοικτής επισήμανσης σε φάση επέκτασης κλινική μελέτη , διάρκειας έως και πέντε ετών. Στην LIBERTY, μια ειδική μελέτη για τους δύσκολους στην θεραπευτική αντιμετώπιση πληθυσμούς ασθενών, δηλ. αυτούς με επεισοδιακή ημικρανία στους οποίους απέτυχαν δύο έως τέσσερις προηγούμενες θεραπείες, οι ασθενείς που ακολούθησαν αγωγή με erenumab 140mg είχαν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες για μείωση των ημερών με ημικρανία κατά το ήμισυ ή και περισσότερο, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο1. Στις κλινικές μελέτες του erenumab, οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν οι αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης και η δυσκοιλιότητα.
«Η ύπαρξη μιας θεραπείας σχεδιασμένης ειδικά για την αντιμετώπιση της περίπλοκης φύσης της ημικρανίας είναι ένα σημαντικό και καλοδεχούμενο βήμα μπροστά για την ιατρική των κεφαλαλγιών. Το erenumab προσφέρει τη δυνατότητα αυτοχορήγησης θεραπείας με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα σε ένα ευρύ φάσμα ασθενών, συμπεριλαμβανομένων όσων υποβλήθηκαν σε προηγούμενες προφυλακτικές θεραπείες χωρίς επιτυχία», δήλωσε ο Stewart J. Tepper, MD, Καθηγητής Νευρολογίας στο Geisel School of Medicine της Ιατρικής Σχολής Dartmouth. «Κυρίως, στις κλινικές μελέτες , οι ασθενείς του erenumab ήταν σε θέση να ξεκινήσουν τη θεραπεία και να παραμείνουν σε αυτή – με ποσοστό διακοπής δύο τοις εκατό λόγω των ανεπιθύμητων συμβάντων – και εμφάνισαν προφύλαξη από ημικρανίας με διάρκεια στον χρόνο».