Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα δεν είναι ευρέως γνωστή στο κοινό, καθώς είναι μία χρόνια δερματοπάθεια ιδιαίτερα δύσκολη τόσο ως προς τη διάγνωσή της όσο και στην αντιμετώπισή της. Οι ασθενείς εκδηλώνουν επώδυνα συμπτώματα, με σημαντικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής και την καθημερινότητά τους.
Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα χαρακτηρίζεται από φλεγμονές κυρίως σε περιοχές του δέρματος με πολλούς ιδρωτοποιούς αδένες, όπου παρατηρείται μεγάλη τριβή, όπως οι μασχάλες, η βουβωνική χώρα, οι γλουτοί και τα σημεία κάτω από τους μαστούς. Σε ήπια περιστατικά παρατηρούνται μικρά οζίδια ή σπυράκια, ενώ στις πιο σοβαρές περιπτώσεις εμφανίζονται συρίγγια και αποστήματα, τα οποία προκαλούν έντονο πόνο στον ασθενή. Στα πιο σοβαρά περιστατικά, μάλιστα, οι πληγές και οι ουλές στο δέρμα των ασθενών, εμποδίζουν την κίνηση και μπορεί να επηρεάσουν τα λεμφαγγεία της προσβληθείσας περιοχής, οδηγώντας σε οιδήματα στα χέρια, τα πόδια ή τα γεννητικά όργανα.
Συχνά όμως, οι βλάβες που προκαλεί η νόσος χαρακτηρίζονται απλά ως δοθιήνες ή κοινώς «καλόγεροι» και αποδίδονται σε σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις ή σε αντίδραση του δέρματος στη χρήση αποσμητικού ή στην αποτρίχωση. Έτσι, αντί η νόσος να αντιμετωπιστεί συστηματικά, οι ασθενείς περιορίζονται στη χρήση τοπικών θεραπειών ή αναγκάζονται να καταφύγουν σε χειρουργική παρέμβαση για την ανακούφιση των επώδυνων συμπτωμάτων.
Τα ακριβή αίτια της νόσου, που συχνά αναφέρεται από τους δερματολόγους και ως «ανάστροφη ακμή», παραμένουν άγνωστα, ωστόσο γνωρίζουμε ότι συνδέεται και με ανωμαλίες στο ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς. Εκδηλώνεται κατά κύριο λόγο κατά την εφηβεία, οπότε ενδέχεται να παίζουν ρόλο στην παθογένεια του νοσήματος οι ορμόνες, ενώ οι γυναίκες έχουν διπλάσιες έως πενταπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν την ασθένεια από τους άνδρες. Έρευνες, επίσης, έχουν δείξει συσχετισμό της με το κάπνισμα και την παχυσαρκία, ενώ περίπου το ένα τρίτο των ασθενών έχουν οικογενειακό ιστορικό.
«Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα είναι μια σοβαρή και επώδυνη νόσος, που σε πολλούς πάσχοντες εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου και εξαπλώνεται σε πολλαπλά σημεία του σώματος, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την ποιότητα της ζωής τους. Συχνά, δυστυχώς, οι ασθενείς, ταλαιπωρούνται επί χρόνια έως ότου γίνει η διάγνωση της νόσου, καθώς συγχέεται με άλλες δερματοπάθειες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό λοιπόν, όταν ένας ασθενής εμφανίζει συμπτώματα συμβατά με διαπυητική ιδρωταδενίτιδα, να απευθύνεται εγκαίρως στον κατάλληλο γιατρό, που σε αυτή την περίπτωση είναι ο δερματολόγος, προκειμένου να διαγνώσει και να διαχειριστεί τη νόσο τους», αναφέρει ο κ. Δημήτρης Ρηγόπουλος, Καθηγητής Δερματολογίας – Αφροδισιολογίας στην Πανεπιστημιακή Κλινική Δερματικών & Αφροδίσιων Νόσων του Π.Γ.Ν «Αττικόν».