του καθηγητή Γιάννη Κυριόπουλου, MD, MPH, MSc, PhD
Η καθοδική σπείρα της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται για επτά και πλέον έτη με ισχνές και πρόσκαιρες αναλαμπές κυρίως ρητορικών βελτιώσεων ψευδούς ισχύος. Η αρνητική εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών και ακόμη η δραματική κατάσταση στις αγορές και τη πραγματική οικονομία δείχνουν ότι τα φληναφήματα για την έξοδο από την κρίση δεν έχουν αναπτυξιακό αντίκρυσμα στο πλαίσιο της “μνημονιακής” εκδοχής.
Η αιτιολογία των φαινομένων αυτών εδράζεται στο συνδυασμό της παρατεταμένης κρίσης και της -εμφανώς- αλυσιτελούς “μνημονιακής” απάντησης. Στο έδαφος βεβαίως της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και της αποδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Συνεπώς, στο πλαίσιο αυτό η δημοσιονομική τάξη διακυβεύεται συνεχώς ενώ τα προγράμματα οικονομικής σταθερότητας της διεθνούς εποπτείας αποτυγχάνουν διαρκώς.
Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η εκπόνηση ενός νέου προγράμματος ανασυγκρότησης το οποίο μπορεί να επιτύχει τη θεραπεία των αστοχιών των “μνημονίων”. Το οποίο μπορεί να ενσωματώσει κάποια μέτρα κεϋνσιανής έμπνευσης -τα οποία έχουν ήδη υποδειχθεί από διάφορες πλευρές- για την κινητοποίηση της οικονομίας.
Εν άλλοις λόγοις, η χώρα χρειάζεται πλέον ένα νέο “μνημόνιο” αποσυμπίεσης του χρέους και διόρθωσης των λανθασμένων μακροοικονομικών παραδοχών της τριμερούς επιτήρησης. Κυρίως όμως απαιτείται ένα πρόγραμμα ουσιωδών διαρθρωτικών αλλαγών το οποίο θα επιτρέψει την ανάπτυξη πολιτικών στο κράτος και την οικονομία, οι οποίες ενσωματώνουν και την εκδοχή της κοινωνικής συνοχής, η οποία απεδείχθη οτι παραμένει ο “μεγάλος ασθενής” στη χώρα.
Αναμφιβόλως, ο κοινός παρονομαστής για μια θετική πορεία των εξελίξεων στη χώρα, εξακολουθεί να παραμένει η αναπτυξιακή της προοπτική. Παρά ταύτα, η εστίαση προς τη κατεύθυνση αυτή καθώς επίσης και η σύγκλιση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για την ανασυγκρότηση της χώρας προσκρούει σε πολιτικά εμπόδια και ιδεολογικούς φραγμούς.
Κατά συνέπεια, η επίλυση του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας και η επανεκκίνηση της οικονομίας συνδέεται με τη λύση του πολιτικού προβλήματος. Εντός του οποίου έχουν εμφιλοχωρήσει στερεότυπα και πρακτικές οι οποίες εμφανώς εμποδίζουν την απεμπλοκή της χώρας από τη διπλή παγίδευση της κρίσης και των “μνημονίων”.
Για παράδειγμα, η έλλειψη αναγνώρισης της πραγματικής αιτιολογίας της κρίσης και η απουσία ειλικρινούς παραδοχής για τη κατάρρευση των “μνημονίων” αποτελεί μείζον κώλυμα. Το οποίο ακολούθως σχετίζεται με την πολιτική ασυμφωνία για το καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης για τη κρίση και την υπαγωγή στη διεθνή εποπτεία . Αυτή η διαπίστωση ερμηνεύει, εν τίνι μέτρω, την αδράνεια των μηχανισμών δημοκρατικού διαλόγου, πολιτικής σύγκλισης και κοινωνικής συναίνεσης. Οι οποίοι συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για μια πολιτική ευρέων διαρθρωτικών αλλαγών και δι’ αυτής την επίτευξη της κοινωνικής και οικονομικής ανασύνθεσης.
Τούτων δοθέντων, επανεμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο δυνάμεις “κατάληψης” των μηχανισμών λήψης αποφάσεων από τα “συλλογικά μονοπώλια”. Τα οποία ενώ υπαινίσσονται τον κρατισμό κεϋνσιανής φύσης επί της ουσίας αποτελούν μια ευμεγέθη αντιμεταρρυθμιστική γραφειοκρατία. Από τη θέση αυτή εμποδίζουν -σε σύμπνοια με τμήματα των πολιτικών δυνάμεων όλου του φάσματος- τις διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος και την οικονομία.
Υπό το πρίσμα αυτό, η παρεμπόδιση των αλλαγών οι οποίες συνδέονται με την ανάπτυξη μετατρέπεται σε εργαλείο για την αναπαραγωγή της παρούσας πολιτικής ισορροπίας και της κρατούσας τάξης. Ούτως, η αβεβαιότητα και η έλλειψη εμπιστοσύνης ενδημούν και ελαχιστοποιούν τις αναγκαίες συνέργειες. Με αυτό το τρόπο ενώ παρεμποδίζεται η ευκταία “στροφή” στην οικονομική πολιτική. Αποτελεί επίσης συνήθη πρακτική η επίκληση ιδεολογικών σχημάτων μανιχαϊστικού χαρακτήρα για το ρόλο τους κράτους και των αγορών. Οι πρακτικές αυτές κατατείνουν, κατά κανόνα, στη προσπάθεια αποκλεισμού της “θέσης του άλλου”. Ώστε να οδηγούν στη διατύπωση θέσεων για την οικονομία και την ανάπτυξη οι οποίες αιωρούνται αναμεςα στο δογματικό κρατισμό και τον ακραίο φιλελευθερισμό.
Ως εκ τούτου, παρεμποδίζεται συστηματικά η αναζήτηση της αναγκαίας σύνθεσης και αποδυναμώνεται η προοπτική ευρέων κοινωνικών και πολιτικών συσσωματώσεων για την απεμπλοκή της χώρας απο την τελμάτωση. Πράγμα το οποίο καθιστά την (εκάστοτε) πολιτική ηγεσία τρωτή και ευάλωτη στο πεδίο της διαπραγμάτευσης και του διεθνούς πολιτικού ανταγωνισμου.
Όμως, σ’ ένα κόσμο στον οποίο κυριαρχούν το ατελές δύσκαμπτο κράτος και οι ατελείς “δαρβινικής” φύσης αγορές, η κοινωνική ισότητα και η οικονομική αποδοτικότητα πλήττονται αμφότερες. Συνεπώς, η απουσία συνέργειας εμποδίζει το κράτος να εγγυηθεί και να επιδιώξει την ισότητα και τη κοινωνική συνοχή. Ενώ θέτει φραγμούς στις αγορές για να διασφαλίσουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα και την αποδοτικότητα της οικονομίας. Είναι προφανές οτι τα πολιτικά εμπόδια και οι ιδεολογικοί φραγμοί -ένθεν κακείθεν- ενοχοποιούνται για τη δυσχερή θέση της χώρας.
Όμως -πρέπει να σημειωθεί- οτι η ισχυρή επίδραση της διεθνούς εποπτείας καθώς και η δογματική καθήλωση του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου στις πολιτικές δημοσιονομικής αυστηρότητας αποτελούν τα κύρια εμπόδια στην προσπάθεια αναπτυξιακής προοπτικής.
Εν ολίγοις, οι ακολουθούμενες πολιτικές πάσχουν ως προς την ρεαλιστική ανάγνωση της οικονομικής πραγματικότητας, βασίζονται σε πολιτικές προκαταλήψεις και σε ιδεολογικά στερεότυπα. Ταυτοχρόνως, χρησιμοποιούν τις υπαρκτές ή/και τεχνητές δυσχέρειες ως “εργαλεία” για τον πλήρη κοινωνικό έλεγχο και την ευρεία αντίστροφη ανακατανομή του πλούτου.
Με την ισχυρή αρνητική συμβολή κοινωνικών ομάδων οι οποίες ελέγχουν τους κρίσιμους τομείς της κρατικής λειτουργίας και της οικονομικής δραστηριότητας, το πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να άρει τα εμπόδια και τους φραγμούς. Είναι προφανές οτι η προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών είναι εξαιρετικά δυσχερής και ως εκ τούτου δεν είναι εφικτή -υπό τις παρούσες συνθήκες- η πυροδότηση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας.
Εν κατακλείδι, τα πολιτικά εμπόδια τίθενται αφ’ ενός από τη συμμαχία των δυνάμεων του δογματικού κρατισμού και των συλλογικών μονοπωλίων και αφ’ ετέρου από τη συμπόρευση υποστηρικτών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και των κρατικοδίαιτων μονοπωλίων. Κοινός τόπος αμφοτέρων είναι η κατάληψη του κράτους και η μονοπωλιακή διαχείριση της κατανομής των πόρων.
Τα σχήματα αυτά επιχειρούν και επιτυγχάνουν μερικώς την ιδεολογική νομιμοποίησή τους -σε μια “διασπασμένη” κοινωνία και με την έννοια αυτή εγείρουν πρόσθετους φραγμούς στην ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της χώρας.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com