Η πρόληψη μπορεί κυριολεκτικά να σώσει χιλιάδες ζωές κάθε χρόνο. Η έγκαιρη διάγνωση μιας ασθένειας μέσω των προληπτικών εξετάσεων μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις επιπτώσεις της και σε πολλές περιπτώσεις να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Η πρόληψη συνδέεται με την αντιμετώπιση και εξάλειψη όλων εκείνων των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων που επιδρούν στην υγεία του ανθρώπου (φτώχεια, ανεργία, εργασιακές σχέσεις, έλλειψη ελεύθερου χρόνου, διατροφή, κατοικία, περιβάλλον κ.λπ.).
Παρά την ουσιαστική σημασία της πρόληψης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συνεχίζει την ίδια αντιλαϊκή κατεύθυνση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, διατηρώντας την απαράδεκτη κατάσταση που υπάρχει στη δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) από πλευράς ανάπτυξης υποδομών, στελέχωσης και εξοπλισμού, που στην πράξη ακυρώνει την πρόληψη ως βασικό στοιχείο της λειτουργίας της.
Οι δημόσιες υπηρεσίες πρόληψης υποβαθμίζονται ολοένα και περισσότερο και οι παροχές περιορίζονται στα ανεπαρκή «βασικά πακέτα». Μεγάλο μέρος σχετικά νέων προληπτικών εξετάσεων, αποτέλεσμα της προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας, δεν εντάσσονται στον κρατικό κατάλογο και δεν αποζημιώνονται ή παρέχονται με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που ακυρώνεται μεγάλο μέρος του προληπτικού τους χαρακτήρα και μόνο για ένα μέρος του πληθυσμού που ήδη έχει νοσήσει.
Τα τελευταία χρόνια ενισχύεται η πολιτική για την πρόληψη στο πεδίο της ενημέρωσης, των συμβουλών κ.λπ. και ταυτόχρονα η υλοποίηση των προληπτικών εξετάσεων ενισχύεται ως ατομική υπόθεση, κυρίως όσον αφορά την οικονομική δυνατότητα. Σε αυτό το έδαφος, ο τομέας της πρόληψης αποτελεί «φιλέτο» για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Υγείας.
Η πολιτική αυτή έχει αρνητική επίπτωση στις αυξημένες ανάγκες των γυναικών για υπηρεσίες πρόληψης. Επιδεινώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιούν τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας, την ύπαρξη μεγάλου αριθμού εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού για υπηρεσίες πρόληψης και ΠΦΥ.
Προληπτικός έλεγχος στις γυναίκες
Οι εξαγγελίες της συγκυβέρνησης για «μεταρρυθμιστική τομή» στο Σύστημα Υγείας, με τη δημιουργία ενός δικτύου ΠΦΥ, καμία σχέση δεν έχουν με την ανάπτυξη σύγχρονων δημόσιων Μονάδων Υγείας, Κέντρων Υγείας που θα καλύπτουν όλες τις λαϊκές ανάγκες δωρεάν. Επιδιώκει να οργανώσει μια ΠΦΥ, που θα συμβάλει στην παραπέρα μείωση των κρατικών και ασφαλιστικών δαπανών Υγείας. Με αυτόν το σχεδιασμό συνδέεται και η μείωση των κρατικών δαπανών για προληπτικές εξετάσεις.
Για τον καρκίνο του μαστού. Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη κακοήθη πάθηση στις γυναίκες. Υπολογίζεται ότι περίπου το 5-10% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού σχετίζονται με κληρονομικούς παράγοντες. Στην Ελλάδα, περίπου 4.500 γυναίκες διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού κάθε χρόνο, 1 στις 8 γυναίκες θα νοσήσει από την ασθένεια ενώ παρατηρείται αυξητική τάση των περιστατικών.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι εάν η διάγνωση και θεραπεία γίνουν σε πρώιμα στάδια, πάνω από 95% των περιστατικών καρκίνου του μαστού είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν. Στη χώρα μας όμως τα ποσοστά που διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο είναι αρκετά χαμηλά.
Και ενώ νέα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, όπως η ψηφιακή μαστογραφία, θα μπορούσαν να προλάβουν έγκαιρα την ασθένεια, μειώνοντας τα ποσοστά θνησιμότητας στις γυναίκες, δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ. Αντίθετα, χιλιάδες γυναίκες αναγκάζονται να χρυσοπληρώσουν την εξέταση, που ανέρχεται στα 65 ευρώ σε ένα δημόσιο νοσοκομείο. Αντίστοιχα, η αναλογική (απλή) μαστογραφία, αν δε συνταγογραφηθεί, στα δημόσια νοσοκομεία κοστίζει 45 ευρώ. Ωστόσο, η ψηφιακή πλεονεκτεί έναντι της αναλογικής καθώς έχει μικρότερη ακτινοβολία και επιπλέον δίνει εικόνα υψηλής ανάλυσης.
Σύμφωνα με τον κανονισμό παροχών του ΕΟΠΥΥ, προβλέπεται 1 μαστογραφία κάθε χρόνο μετά τα 50 έτη ή μετά τα 35 έτη εφόσον οι γυναίκες ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Επίσης, προβλέπεται 1 μαστογραφία κάθε δύο έτη στις γυναίκες από 40 έως 50 ετών. Προβλέπεται επίσης κλινική εξέταση μαστού στην ηλικιακή ομάδα 20 – 40 κάθε 3 χρόνια και μετά τα 40 έτη κάθε 1 χρόνο.
Σύμφωνα με τις «κατευθυντήριες οδηγίες» που διατυπώθηκαν στην Υπουργική Απόφαση (ΥΑ) στις 18/8/2014, προβλέπεται 1 μαστογραφία κάθε χρόνο μετά την ηλικία των 40 ετών και για όσο διάστημα δεν πάσχουν από άλλα βαρέα χρόνια νοσήματα. Επίσης, προβλέπεται κλινική εξέταση του μαστού (ψηλάφηση) για την ηλικιακή ομάδα μεταξύ 20 έως 40 ετών κάθε 3 χρόνια και μετά τα 40 έτη κάθε 1 χρόνο.
Διευκρινίζουμε ότι σήμερα ισχύει ο Κανονισμός Παροχών του ΕΟΠΥΥ, όμως ταυτόχρονα ισχύει και η ΥΑ αφού αυτή δεν έχει καταργηθεί επισήμως. Ενδεχομένως, στην πράξη να εφαρμόζονται οι παροχές, ανάλογα τι «συμφέρει», στην κατεύθυνση των περικοπών.
Αλλο ένα εργαλείο για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού αποτελεί το υπερηχογράφημα μαστού. Απευθύνεται σε ηλικίες μικρότερες των 35 ετών. Μπορεί να αποτελέσει συμπληρωματική εξέταση της μαστογραφίας, ιδιαίτερα σε μαστούς πιο πυκνούς ή με κύστες και να δείξει αποτελέσματα που δε φαίνονται στη μαστογραφία. Σήμερα, υπερηχογράφημα μαστού προβλέπεται να συνταγογραφείται (και άρα να πληρώνεται μόνο η συμμετοχή) μόνο σε ομάδες υψηλού κινδύνου, ή σε περιπτώσεις διαφοροδιάγνωσης.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως στη χώρα μας το 35,7% δεν έχει κάνει ποτέ μαστογραφία, το 53% δεν έχει κάνει ποτέ υπέρηχο μαστών και το 33,3% δεν έχει επισκεφτεί ποτέ γιατρό για ψηλάφηση μαστών.
Για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας (ΚΤΜ). Είναι ο 4ος πιο συχνός τύπος καρκίνου στις γυναίκες, αντιπροσωπεύοντας το 9% της παγκόσμιας επίπτωσης του καρκίνου. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το στάδιο της νόσου κατά τη διάγνωση, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται μέσω του προσυμπτωματικού ελέγχου. Ο ΚΤΜ θα μπορούσε να προληφθεί, όμως μόνο το 30% κάνει τακτικό γυναικολογικό έλεγχο. Και ενώ κάθε άτομο το οποίο είναι σεξουαλικά ενεργό είναι δυνατόν να έχει μολυνθεί από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), το τεστ Παπανικολάου (τεστ ΠΑΠ) δεν δικαιολογείται σε γυναίκες κάτω των 21 ετών – παρόλο που η σεξουαλική ζωή μιας γυναίκας ξεκινάει νωρίτερα – και άνω των 65 ετών. Στην ουσία, πρόκειται για την πολιτική χρηματοδότησης των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι οδηγίες και στην ιατρική πρακτική όλο και περισσότερο δομούνται με βάση τη λογική του κόστους – οφέλους για το κράτος.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα. Είναι πιο συχνές στις γυναίκες και έχουν σχέση με την κληρονομικότητα. Την ίδια στιγμή, σε πολλές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, σημειώνεται σημαντική άνοδος των ποσοστών της αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας στις γυναίκες και τα παιδιά. Στη χώρα μας, οι πάσχοντες από θυρεοειδικά νοσήματα ανέρχονται περίπου σε 1 εκατομμύριο, ενώ δεν είναι μικρά τα ποσοστά αυτών που δεν το γνωρίζουν.
Ο θυρεοειδής, αν δεν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, με βαριές επιπλοκές, όπως καρδιαγγειακά, απορρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη, βλάβες στο αναπτυσσόμενο έμβρυο κατά την κύηση, υπογονιμότητα στον άνδρα και στη γυναίκα και φυσικά καρκίνο. Σήμερα δεν δικαιολογείται συνταγογράφηση από τον ΕΟΠΥΥ για πληθυσμιακό έλεγχο σε ασυμπτωματικούς ενήλικες τόσο για εργαστηριακές εξετάσεις όσο και για υπέρηχο. Συνταγογράφηση δικαιολογείται σε ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. γυναίκες άνω των 50 και άντρες άνω των 70 ετών) και ασθενείς με θυρεοειδοπάθεια.
Μετρήσεις οστικής πυκνότητας. Δεν δικαιολογούνται από τον ΕΟΠΥΥ για προληπτικούς λόγους. Μπορούν να γίνονται ανά διετία πλέον σε ορισμένες μόνο ομάδες ασθενών ή τραυματιών. Επίσης, σε γυναίκες άνω των 65 και άντρες άνω των 75 ετών, και άντρες και γυναίκες από 50 ετών που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου.
Με τον όρο «προγεννητικός έλεγχος» ή «προγεννητική διάγνωση» αναφερόμαστε στο σύνολο των εξετάσεων που μπορούν ή πρέπει να γίνουν στη μέλλουσα μητέρα ή στο έμβρυο πριν τη γέννησή του, για να διασφαλίσουν ότι αυτό θα είναι υγιές. Ο στόχος του προγεννητικού ελέγχου είναι να εντοπίσει όλους τους επιβαρυντικούς παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε μια μη φυσιολογική εγκυμοσύνη ή ένα μη φυσιολογικό νεογέννητο.
Περιλαμβάνει τις εξής εξετάσεις:
- Εργαστηριακός έλεγχος της κύησης, ο οποίος πραγματοποιείται κατά την πρώτη επίσκεψη της εγκύου και περιλαμβάνει γενικές και βιοχημικές εξετάσεις αίματος και ούρων και κάποιες από αυτές τις εξετάσεις επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
- Υπερηχογραφικός έλεγχος της κύησης, ο οποίος επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκειά της.
Αν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν πιθανότητες κάποιας ανωμαλίας στο μωρό, ο γιατρός καταφεύγει σε ειδικά τεστ που αποκαλύπτουν ενδεχόμενες βλάβες στο έμβρυο. Με αυτές τις εξετάσεις του προγεννητικού ελέγχου, εξετάζεται η κατάσταση της υγείας του μωρού, ώστε να μη γεννηθεί με σοβαρές παθήσεις, όπως το σύνδρομο Down ή η μεσογειακή αναιμία ή η κυστική ίνωση. Στα ειδικά αυτά τεστ υποβάλλονται μόνο οι μέλλουσες μαμάδες των οποίων το ιστορικό – ή και του συντρόφου τους – εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία του μωρού που θα γεννηθεί.
Υποτυπώδες το «πακέτο» που παρέχεται από τον ΕΟΠΥΥ
Το κόστος που επωμίζονται τα νέα ζευγάρια για εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου είναι τεράστιο. Οι εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου που παρέχονται από τον ΕΟΠΥΥ στις ασφαλισμένες είναι υποτυπώδεις. Καλύπτει μόνο το «βασικό προγεννητικό έλεγχο», όπου, σύμφωνα με τον κανονισμό παροχών του ΕΟΠΥΥ, υποχρεωτικές και χωρίς συμμετοχή του ασφαλισμένου είναι ορισμένες μόνο εξετάσεις, για άνδρες και γυναίκες, όπως π.χ. γενική αίματος, φερριτίνη και για μεσογειακή αναιμία και εάν προκύψουν ενδείξεις από τις παραπάνω εξετάσεις κάποιες άλλες σχετικές εξετάσεις.
Γι’ αυτό τα νέα ζευγάρια, ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι ασφαλιστική κάλυψη, πρέπει να ακριβοπληρώνουν μια σειρά από εξετάσεις που είναι απαραίτητες αλλά δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ.
Ορισμένες εξετάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν δωρεάν μόνο στα δημόσια νοσοκομεία. Ομως, ο περιορισμένος αριθμός σε ραντεβού βάζει εμπόδια στην έγκαιρη πραγματοποίησή τους αφού οι εξετάσεις απαιτείται να γίνουν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και γι’ αυτές τις εξετάσεις να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα και να πληρώνουν.
Εξετάσεις που δε «δικαιολογούνται» παρότι σώζουν ζωές
Η κυβέρνηση επιδιώκει το κράτος να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις πληρωμές για υπηρεσίες προγεννητικού ελέγχου. Γι’ αυτό υπάρχουν εξετάσεις που δεν αποζημιώνονται από το κράτος και τον ΕΟΠΥΥ και το κόστος τους πληρώνεται από τις έγκυες και τα ζευγάρια, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα.
Η
κυστική ίνωση είναι μια από τις συχνότερες κληρονομικές και θανατηφόρες ασθένειες, η οποία οφείλεται σε μετάλλαξη ενός γονιδίου – του CFTR – στο 7ο χρωμόσωμα. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 5% του πληθυσμού – περίπου 500.000 – είναι ασυμπτωματικοί φορείς του ελαττωματικού γονιδίου Κυστικής Ινωσης (ΚΙΝ) και ότι 1 στα 2.000 – 2.500 παιδιά γεννιέται με κυστική ίνωση, δηλαδή 50 – 60 το χρόνο.
Η αξία του προγεννητικού ελέγχου αποδεικνύεται και με το εξής: Ενώ το ποσοστό φορέων της μεσογειακής αναιμίας είναι υψηλότερο (8%) από το ποσοστό των φορέων ΚΙΝ (5%) ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται με μεσογειακή αναιμία είναι σημαντικά μικρότερος. Αυτό οφείλεται στην πρόοδο τόσο στην ενημέρωση των γονιών αλλά και στο δωρεάν συστηματικό προγεννητικό έλεγχο που γίνεται στις κρατικές μονάδες Υγείας, κάτι το οποίο δεν ισχύει για την ΚΙΝ.
Η προγεννητική εξέταση για τη διαπίστωση εάν κάποιος είναι φορέας της ΚΙΝ καθώς και τις πιθανότητες το έμβρυο να πάσχει από αυτή την ασθένεια δεν καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ και πληρώνεται από τα ζευγάρια, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Παλαιότερα η εξέταση αυτή γινόταν δωρεάν στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγ. Σοφία». Υπάρχουν 4 επίπεδα εξετάσεων που κοστίζουν από 45 ευρώ έως 500 ευρώ και ανιχνεύουν από το 55% έως και το 98% των μεταλλάξεων του εξεταζόμενου γονιδίου. Ο ανιχνευτικός έλεγχος δεν γίνεται σε όλα τα ζευγάρια παρά μόνο στις ομάδες υψηλού κινδύνου ή σε όσα ζευγάρια το επιθυμούν εφόσον είναι σε θέση να καλύψουν το κόστος της εξέτασης. Ωστόσο, τα ιατρικά πρωτόκολλα προτείνουν να γίνεται σε όλα τα ζευγάρια.
Αντίστοιχα, τα υπερηχογραφήματα α’ και β’ επιπέδου γίνονται σε ελάχιστα δημόσια νοσοκομεία λόγω ελλείψεων σε ιατρικό εξοπλισμό, και έτσι υπάρχει τεράστια αναμονή για προγραμματισμό ραντεβού, ενώ η αναμονή στο νοσοκομείο τη μέρα του ραντεβού μπορεί να φτάσει μέχρι και τις 8 ώρες, βάζοντας σε μεγάλη ταλαιπωρία την έγκυο. Το κόστος της εξέτασης, ακόμα και όταν γίνεται σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ και η τιμή του κυμαίνεται περίπου στα 50 ευρώ – 60 ευρώ.
Η πλειοψηφία των νέων ζευγαριών, λόγω της κατάστασης, στρέφονται στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα όχι μόνο για να εξοικονομήσουν χρόνο και ταλαιπωρία, αλλά και λόγω της επάρκειας σε ιατρικά μηχανήματα, σε αντίθεση με το Δημόσιο, με το κόστος να φτάνει πάνω από 100 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπερηχογράφημα επαναλαμβάνεται 2 φορές ενώ προς το τέλος της εγκυμοσύνης γίνεται και ένα τρίτο, το υπερηχογράφημα Doppler, οπότε το κόστος αυξάνεται για τα νέα ζευγάρια.
Αν η έγκυος έχει Rh- και το έμβρυο Rh+ για να αποφευχθούν διάφοροι κίνδυνοι, ο γιατρός θα χορηγήσει φάρμακο σε δυο δόσεις, το οποίο στοιχίζει 10 ευρώ και δεν αποζημιώνεται από τα Ταμεία.
Επίσης, στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης διενεργείται τοκαρδιοτοκογράφημα (NST), το οποίο επαναλαμβάνεται κάθε βδομάδα μέχρι τον τοκετό (περίπου 4 – 5 φορές συνολικά). Χρησιμοποιείται ως προγεννητικό τεστ για να ελέγξει την υγεία του μωρού. Δεν καλύπτεται ενώ το κόστος του ανέρχεται σε 20 ευρώ τη φορά.
Μια σειρά από φάρμακα, βιταμίνες που χρειάζεται προληπτικά να παίρνει η εγκυμονούσα αυξάνουν το συνολικό κόστος. Υψηλό είναι το κόστος και για μια σειρά από άλλες εξετάσεις και για φαρμακευτική αγωγή σε περίπτωση που υπάρχουν τυχόν επιπλοκές στην εγκυμοσύνη (αυξημένη αρτηριακή πίεση, σάκχαρο, θυρεοειδής κ.λπ.). Πέρα από όλα αυτά τα έξοδα για προληπτικές εξετάσεις, φάρμακα και βιταμίνες (δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ και πληρώνονται εξολοκλήρου από την έγκυο), πρέπει να πληρώσει και για την επίσκεψη στο γιατρό (δεν ισχύει μόνο για πρωινό ραντεβού σε νοσοκομείο). Ακόμα και τις βασικές εξετάσεις που καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ, οι ασφαλισμένοι είναι υποχρεωμένοι να τις γράψουν σε τρία ραντεβού, λόγω περιορισμού του αριθμού των εξετάσεων που δικαιολογεί ο ΕΟΠΥΥ να συνταγογραφηθούν κάθε φορά. Ενδεικτικά, ένα απογευματινό ραντεβού σε δημόσιο νοσοκομείο κυμαίνεται από 24 ευρώ έως 72 ευρώ την επίσκεψη.
Η πρόληψη στη «μέγγενη» των περικοπών και της ανταγωνιστικότητας
Οι δημόσιες μονάδες ΠΦΥ, το γνωστό ΠΕΔΥ, που θα έπρεπε να καλύπτουν δωρεάν όλες τις εξετάσεις για όλο τον πληθυσμό, κλείνουν ή υπολειτουργούν με ελλείψεις προσωπικού και υλικών λόγω μειωμένης κρατικής χρηματοδότησης, την ίδια ώρα που ο ιδιωτικός τομέας επεκτείνεται στο έδαφος της συρρίκνωσής τους.
Στόχος της κυβέρνησης είναι οι παραπέρα περικοπές στην πρόληψη, άλλωστε αυτές είναι και οι κατευθύνεις στην ΕΕ. Αυστηροποιούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τις προληπτικές εξετάσεις. Σε αυτήν την κατεύθυνσηενισχύεται το κριτήριο του στατιστικά υψηλότερου κινδύνου, δηλαδή η πρόληψη σε ομάδες υψηλού κινδύνου και όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να πληρώνουν. Συνδέεται με τη λογική κόστους – οφέλους. Δηλαδή, το κόστος από την εφαρμογή εξετάσεων προληπτικού ελέγχου στο γενικό πληθυσμό είναι μεγάλο σε σχέση με αυτούς που θα νοσήσουν.
Μια σειρά από προληπτικές εξετάσεις μεταφέρονται από την ευθύνη του κράτους στα ασφαλιστικά ταμεία, στις ΜΚΟ, στην Τοπική Διοίκηση. Μάλιστα, προγράμματα προληπτικής ιατρικής, π.χ. για τον καρκίνο του μαστού, από τους δήμους, περιορίζονται σε διαλέξεις από ειδικούς, ενδεχομένως και σε ένα ελάχιστο αριθμό δωρεάν μαστογραφιών κυρίως σε ανασφάλιστες και άπορες γυναίκες. Ορισμένες φορές η διάγνωση γίνεται προφορικά, χωρίς να δίνονται οι μαστογραφίες στις γυναίκες που εξετάζονται. Οταν διαπιστώνεται πρόβλημα είναι στην ευθύνη της γυναίκας να «ψάξει» για την αντιμετώπισή του. Τη διαδικασία αυτή την αξιοποιούν ο ιδιωτικός τομέας, οι ιατρικές εταιρείες για να προβάλουν ένα δήθεν κοινωνικό προφίλ σε συνεργασία με τους δήμους, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκουν να αυξήσουν και την πελατεία τους.
Αναδεικνύεται πως οι αποφάσεις που έχουν δρομολογηθεί για παραπέρα εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών πρόληψης, σε συνδυασμό με τη ραγδαία μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για την Υγεία, θα περιορίσουν ακόμα περισσότερο τις υποτυπώδεις υπηρεσίες προληπτικής ιατρικής που παρέχονται σήμερα και ταυτόχρονα θα διευκολύνουν την αύξηση των επενδύσεων του κεφαλαίου σ’ αυτόν τον τομέα.
Φαίνεται ξεκάθαρα πως οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν να αξιοποιείται η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας με κριτήριο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Σήμερα, ενώ υπάρχουν όλες οι δυνατότητες να προληφθούν και να αντιμετωπιστούν έγκαιρα μια σειρά από ασθένειες, όπως είναι ο καρκίνος, και ενώ τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης θα μπορούσαν να σώσουν ή να ελαττώσουν την έκταση μιας ασθένειας, αποτελούν πανάκριβο εμπόρευμα.
Η πρόληψη καμία σχέση δεν έχει με μια απλή ενημέρωση, μέσα από καμπάνιες «ευαισθητοποίησης» που ανατίθενται σε διάφορες ΜΚΟ. Δεν μπορούν να λύσουν τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες για δημόσιες, δωρεάν, αναβαθμισμένες υπηρεσίες ΠΦΥ με επαρκές ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό. Το ιδεολόγημα ότι η πρόληψη είναι ατομική υπόθεση είναι επικίνδυνο για το λαό. Χάνεται ο χαρακτήρας της ουσιαστικής πρόληψης. Εξετάσεις προληπτικού ελέγχου πρέπει να γίνονται σε όλο τον υγιή πληθυσμό συστηματικά και έγκαιρα. Είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους να παρέχει δωρεάν υπηρεσίες πρόληψης υψηλού επιπέδου μέσα από ένα ενιαίο, αποκλειστικά δημόσιο, δωρεάν σύστημα Υγείας.
Διέξοδος από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων
Ο λαός δεν μπορεί να περιμένει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες πρόληψης, μείωση και εξάλειψη των αιτιών που προκαλούν τις ασθένειες εντός ΕΕ, με τα μονοπώλια να κάνουν κουμάντο. Οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας στον τομέα της Υγείας, ο μεγάλος αριθμός εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών στην Υγεία, όσο υποτάσσονται στο καπιταλιστικό κέρδος, χωρίς κοινωνικοποίηση των επιχειρηματικών ομίλων και κεντρικό σχεδιασμό.
Από την άλλη, σήμερα οι δυνατότητες που δημιουργεί ο κοινωνικά παραγόμενος πλούτος, τα επιτεύγματα της επιστήμης μπορούν να αξιοποιηθούν για να αναβαθμίσουν την ποιότητα της ζωής και της υγείας του λαού. Αυτό απαιτεί ριζικές αλλαγές σε επίπεδο οικονομίας και πολιτικής.
Η εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα ανέδειξε ότι η πραγματική έννοια της πρόληψης (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής) μπορεί να υπάρξει σε αυτήν την κατεύθυνση για όλο το λαό, δίχως προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, στην ΛΔ Γερμανίας η προληπτική ιατρική ήταν ανεπτυγμένη, έδιναν μεγάλη σημασία στον προγεννητικό έλεγχο. Είχαν ιδρύσει δεκάδες κέντρα κοινότητας για να αντεπεξέλθουν στη φροντίδα των εγκύων. Το 86% των εγκύων είχαν εγγραφεί και λάμβαναν την απαραίτητη φροντίδα στα αρμόδια κέντρα ήδη από την 6η βδομάδα κύησης. Αντίστοιχα, οι προληπτικές εξετάσεις γίνονταν με ευθύνη και έγκαιρη ενημέρωση από το κράτος, δωρεάν.
Αυτό που εμποδίζει το λαό να αξιοποιήσει τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και στον τομέα της πρόληψης καθολικά και δωρεάν είναι η πολιτική και οικονομική εξουσία των μονοπωλίων, όπου οι λαϊκές ανάγκες αποτελούν εμπόδιο στην κερδοφορία και στην ανταγωνιστικότητα.
Μόνο η εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, η ανάπτυξη της οικονομίας μέσω του επιστημονικού κεντρικού πανεθνικού σχεδιασμού, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των εργατικών – λαϊκών οικογενειών, μπορούν να αντιμετωπίσουν την πρόληψη ως κοινωνικό αγαθό και όχι ως εμπόρευμα. Αυτό απαιτεί την ανάπτυξη ενός ενιαίου, κρατικού και δωρεάν συστήματος Υγείας – Πρόνοιας, με κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης, με πλήρη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.