Καθώς αρχίζουν τα σχολεία ξανά, μια νέα αμερικανο-καναδική μελέτη συμπέρανε ότι τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά στην τάξη έχουν συχνά καλύτερες σχολικές επιδόσεις, σε σχέση με τους συμμαθητές τους μικρότερης ηλικίας.
Μάλιστα, η ηλικία που ένα “πρωτάκι” ξεκινά το σχολείο, φαίνεται να έχει αντίκτυπο σε βάθος χρόνου. Το συγκριτικό ηλικιακό πλεονέκτημα που αρχίζει στο Δημοτικό, μπορεί να συνοδεύσει το παιδί έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με τη μελέτη, αφού τα μεγαλύτερα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες όχι απλώς να μπουν στο πανεπιστήμιο, αλλά να εισαχθούν σε κάποια καλή πανεπιστημιακή σχολή.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Ελίζαμπεθ Ντιούι του Πανεπιστημίου του Τορόντο, ανέλυσαν στοιχεία για τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών της Φλόριντα, συσχετίζοντάς τις με τις ηλικιακές διαφορές των μαθητών μέσα στην κάθε τάξη. Διαπιστώθηκε ότι τα πιο μεγάλα παιδιά της πρώτης τάξης του δημοτικού, που ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική κατηγορία και έχουν γεννηθεί σχεδόν ένα έτος νωρίτερα από τα πιο μικρά παιδιά της τάξης τους, έχουν κατά μέσο όρο 2,6% μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν στο μέλλον φοιτητές σε κάποιο “ελίτ” πανεπιστήμιο, σε σχέση με τους πιο μικρούς στην ηλικία συμμαθητές τους.
“Αν και δεν είναι τεράστια μια τέτοια διαφορά, είναι αρκετά μεγάλη για να θεωρηθεί σημαντική” δήλωσε η Ντιούι και πρόσθεσε ότι το πλεονέκτημα αυτό, που συνοδεύει το παιδί στη ζωή του, φαίνεται να υπάρχει λίγο-πολύ σε όλες τις κατηγορίες κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου των παιδιών.
Όπως είπε, δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν αυτές οι διαφορές στις σχολικές επιδόσεις, που οφείλονται πιθανώς στην καλύτερη νοητική ανάπτυξη του εγκεφάλου σε ένα μεγαλύτερο παιδί. Τόνισε, επίσης, ότι η μελέτη βασίζεται σε μέσους όρους και ότι υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά μικρότερης ηλικίας μέσα στην τάξη, που τα πάνε θαυμάσια στο σχολείο.