Η 15η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ευαισθητοποίησης για το Λέμφωμα, μιας ασθένειας για την οποία οι πολίτες γνωρίζουν ελάχιστα. Στην Ελλάδα, μελέτες καταδεικνύουν, ότι οι ασθενείς που πάσχουν από λέμφωμα εμφανίζονται ελλιπώς ενημερωμένοι σχετικά με ζητήματα που αφορούν στην ασθένειά τους, τη θεραπεία που πρέπει να ακολουθήσουν και την εξέλιξη της νόσου. Κάθε χρόνο αναμένονται στην Ελλάδα, 300-350 περίπου νέες περιπτώσεις λεμφώματος Hodgkin και 2200 περίπου νέες περιπτώσεις μη-Hodgkin λεμφωμάτων.
Σύμφωνα με στοιχεία περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με λέμφωμα, κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται περίπου 360.000 νέα περιστατικά και περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι πεθαίνουν από λέμφωμα ετησίως.
Στον θεραπευτικό τομέα, έχει συντελεσθεί μια «επανάσταση» τα τελευταία χρόνια. Οι εξελίξεις της τεχνολογίας και των διαθέσιμων θεραπειών κάνουν την αντιμετώπιση του λεμφώματος ολοένα και πιο ελπιδοφόρα. Ορισμένες μορφές της νόσου θεραπεύονται πλήρως, ενώ άλλες ελέγχονται επαρκώς, ώστε η ποιότητα ζωής των ασθενών να μην επηρεάζεται αρνητικά.
Για την ασθένεια, τους επιβαρυντικούς παράγοντες, τα συμπτώματά της και τους τρόπους αντιμετώπισής της το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε στον αναπληρωτή καθηγητή Αιματολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεόδωρο Βασιλακόπουλο.
Ερ: Τι είναι το λέμφωμα;
Απ: Τα λεμφώματα είναι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού. Συνήθως προσβάλλουν τους λεμφαδένες πρωτοπαθώς, χωρίς δηλαδή να αποτελούν μετάσταση από όγκο άλλου οργάνου. Σε άλλες όμως περιπτώσεις αναπτύσσονται στο σπλήνα, το μυελό των οστών και σε άλλα όργανα (π.χ. στομάχι, έντερο, δέρμα, πνεύμονας, οστά, εγκέφαλος κλπ) και η συμπτωματολογία τους μοιάζει με τους άλλους όγκους των οργάνων αυτών. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τον “καρκίνο”, δεν υπάρχει η έννοια της μετάστασης, καθώς είναι δυνητικά ιάσιμα ανεξάρτητα από το βαθμό εξάπλωσης της νόσου και τα όργανα που προσβάλλονται. Τα κακοήθη λεμφώματα ταξινομούνται σε 2 κατηγορίες: Το λέμφωμα Hodgkin και τα μη-Hodgkin λεμφώματα, που είναι και πολύ συχνότερα. Τα μη-Hodgkin λεμφώματα, ανάλογα με τη βιολογική τους συμπεριφορά, χωρίζονται στα λεμφώματα χαμηλής κακοηθείας και τα λεμφώματα υψηλής κακοηθείας.
Ερ: Πόσο συχνά είναι τα λεμφώματα και ποιο είναι το προφίλ των ασθενών;
Απ: Προεκτείνοντας στοιχεία από την Ευρώπη, κάθε χρόνο αναμένονται στην Ελλάδα 300-350 περίπου νέες περιπτώσεις λεμφώματος Hodgkin και 2200 περίπου νέες περιπτώσεις μη-Hodgkin λεμφωμάτων. Έτσι, ο κίνδυνος ενός ατόμου να προσβληθεί από λέμφωμα Hodgkin καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του είναι 0.25% (περίπου 1/400) αλλά ανεβαίνει στο 2% (περίπου 1/50) για τα μη-Hodgkin λεμφώματα. Η συχνότητα εμφάνισης μη-Hodgkin λεμφωμάτων βαίνει συνεχώς αυξανόμενη.
Η σημασία της διάγνωσης ενός λεμφώματος ενισχύεται από το γεγονός ότι συχνά προσβάλλονται νέα άτομα. Ειδικά στο λέμφωμα Hodgkin η μέση ηλικία εμφάνισης τα 35-40 έτη, οι περισσότεροι ασθενείς είναι νέοι ενήλικες ή ακόμη και έφηβοι ή παιδιά. Τα μη-Hodgkin λεμφώματα, με εξαίρεση λίγους σπάνιους υποτύπους, εμφανίζονται συνηθέστερα σε ασθενείς μέσης ή προχωρημένης ηλικίας. Τέλος, αναφορικά με το φύλο, η επίπτωση των λεμφωμάτων είναι ελαφρώς (κατά 20-30%) υψηλότερη στους άνδρες.
Ερ: Ποιες είναι οι αιτίες και οι επιβαρυντικοί παράγοντες;
Απ: Οι υποκείμενες αιτίες για την ανάπτυξη των κακοήθων λεμφωμάτων δεν είναι γνωστές στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι ασθενείς που πάσχουν από HIV λοίμωξη διατρέχουν πολλαπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης μη-Hodgkin λεμφωμάτων και μάλιστα υψηλής κακοηθείας αλλά και λεμφώματος Hodgkin. Το ίδιο ισχύει και για ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση οργάνων λόγω της υποκείμενης ανοσοκαταστολής. Λοιμώδεις και μη παράγοντες που προκαλούν επίμονο ερεθισμό του ανοσολογικού συστήματος έχουν συνδεθεί με μια ειδική ομάδα λεμφωμάτων χαμηλής κακοηθείας που αναπτύσσονται σε ειδικές θέσεις και ονομάζονται MALT λεμφώματα (π.χ. ελικοβακτηρίδιο πυλωρού και λέμφωμα στομάχου).
Ερ: Ποια είναι τα βασικά συμπτώματα των λεμφωμάτων;
Απ: Συνηθέστερα τα λεμφώματα εκδηλώνονται με εντοπισμένη ή γενικευμένη διόγκωση λεμφαδένων στο λαιμό (τράχηλο), τις μασχάλες ή/και τις βουβωνικές χώρες. Η διόγκωση των λεμφαδένων μπορεί να συνοδεύεται από δέκατα ή πυρετό που παρατείνεται σε διάρκεια, νυκτερινές εφιδρώσεις, απώλεια βάρους ή κνησμό. Τέτοια συμπτώματα συχνά υπάρχουν και χωρίς ψηλαφητούς λεμφαδένες, καθώς μπορεί να πάσχουν μόνο λεμφαδένες εντός του θώρακος ή της κοιλίας, οι οποίοι δεν ψηλαφώνται, ο σπλην, ο μυελός των οστών ή και άλλα όργανα πέραν των λεμφαδένων. Στην περίπτωση που προσβάλλονται μη λεμφικά όργανα, η συμπτωματολογία μοιάζει με αυτή των κακοηθειών του αντιστοίχου οργάνου. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η κλινική εικόνα των λεμφωμάτων είναι τόσο ετερογενής, ώστε σε μεμονωμένες περιπτώσεις να μιμούνται σχεδόν κάθε νόσημα της γενικής παθολογίας.
Ερ: Πώς γίνεται η διάγνωση και πόσο σημαντική είναι η έγκαιρη διάγνωση για την εξέλιξη της νόσου;
Απ: Η διάγνωση γίνεται με βιοψία και ιστολογική εξέταση λεμφαδένος, μυελού των οστών ή άλλου προσβεβλημένου οργάνου. Συχνά μάλιστα είναι τόσο πολύπλοκη, ώστε να απαιτείται η εξέταση από εξειδικευμένο παθολογοανατόμο με εμπειρία σε αυτή την κατηγορία νοσημάτων (αιμοπαθολογοανατόμο). Η έγκαιρη διάγνωση είναι σημαντική, καθώς η πιθανότητα ίασης ελαττώνεται καθώς αυξάνεται το στάδιο της νόσου. Παρ’ όλα αυτά συχνά δεν είναι εφικτή λόγω του τρόπου ανάπτυξης της νόσου (προσβολή «εσωτερικών» λεμφαδένων ή οργάνων) αλλά και λόγω της έλλειψης καταλλήλων εξετάσεων προσυμπτωματικής διάγνωσης (όπως π.χ. η μαστογραφία, το Pap-test και το PSA για τους αντίστοιχους καρκίνους μαστού, τραχήλου μήτρας και προστάτη). Υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις λεμφωμάτων χαμηλής κακοηθείας που είναι ανίατα και στα οποία η πρωϊμότερη διάγνωση δεν έχει σημασία, διότι δεν επισύρει άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση».
Θεραπευτική αντιμετώπιση και επιστημονικές εξελίξεις
Κύριοι τρόποι αντιμετώπισης των κακοήθων λεμφωμάτων είναι η χημειοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία (μονοκλωνικά αντισώματα) και η ακτινοθεραπεία.
Στο λέμφωμα Hodgkin επιτυγχάνεται ίαση στο 75-80% των ασθενών με την τρέχουσα χημειοθεραπεία 1ης γραμμής με ή χωρίς ακτινοβολία. Αυτό σημαίνει ότι στο 20-25% των ασθενών εμφανίζεται υποτροπή, δηλ. η νόσος επανέρχεται αμέσως ή και χρόνια μετά την αρχική αντιμετώπιση. Οι μισοί από αυτούς τους ασθενείς ιώνται με αυτόλογη μεταμόσχευση «μυελού των οστών». Έτσι τελικά παραμένει ένα 10-15% του συνόλου των ασθενών που και πάλι υποτροπιάζει και έχει δυσμενή πρόγνωση. Στην πολύ δύσκολη αυτή ομάδα ασθενών, όπου οι θεραπευτικές επιλογές ήταν μέχρι πρότινος εξαιρετικά περιορισμένες, αντιμετωπίζονται πλέον με πολύ αποτελεσματική ανοσοθεραπεία. Επιτυγχάνονται κλινικές ανταποκρίσεις, συχνά μακράς διαρκείας, στο 60-70% των ασθενών, ενώ ο ρυθμός εξέλιξης της νόσου ανακόπτεται ακόμη και σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται. Έτσι, ένα ταχέως θανατηφόρο νόσημα μετατρέπεται πλέον σε χρόνιο και ελεγχόμενο στις περισσότερες περιπτώσεις.
Επίσης, ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας έχει επιφέρει εντυπωσιακή αύξηση της επιβίωσης των ασθενών στα μη Hodgkin λεμφώματα υψηλής κακοηθείας από Β-κύτταρα κατά τα τελευταία 15 έτη. Έτσι περίπου 60% των ασθενών, συχνά μάλιστα ηλικιωμένων, ιώνται. Στους ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική νόσο δοκιμάζονται διάφορες μορφές ανοσοθεραπείας με μονοκλωνικά αντισώματα, ενώ νέες κυτταρικές μορφές ανοσοθεραπείας υψηλής τεχνολογίας αναμένεται να γίνουν διαθέσιμες τα επόμενα χρόνια.
Τα χαμηλής κακοηθείας λεμφώματα αποτελούν μια ετερογενή ομάδα νοσημάτων, που συνήθως αφορούν άτομα μεγάλης και λιγότερο μέσης ηλικίας. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες μορφές λεμφωμάτων, το ιδίωμά τους είναι ότι τυπικά είναι γενικευμένα και ανίατα νοσήματα με μακρά όμως επιβίωση σε βάθος πολλών ετών. Ο στόχος της θεραπείας στην περίπτωση αυτή δεν είναι η εκρίζωση της νόσου αλλά η επιμήκυνση της επιβίωσης με την καλύτερη ποιότητα ζωής. Και εδώ ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας έχει προκαλέσει «επανάσταση» κατά την τελευταία 15ετία, με αποτέλεσμα περισσότερες και μακρότερες ανταποκρίσεις και βελτίωση τελικά της επιβίωσης. Φαίνεται ότι η χρήση νέας γενεάς ανοσοθεραπείας, βελτιώνει ακόμη περισσότερο το αποτέλεσμα. Σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική νόσο, όπου τα περιθώρια ανταπόκρισης και επιβίωσης στενεύουν, έχουν εγκριθεί νέα φάρμακα που προσφέρουν και πάλι την ευκαιρία παροδικής αναχαίτισης της νόσου και ενδεχομένως, κατά περίπτωσιν, παράταση της επιβίωσης. Ακόμη και στο λέμφωμα μανδύα, που είναι σπανιότερο και επιθετικότερο, οι αναστολείς της σηματοδότησης του Β-κυτταρικού υποδοχέα, ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες που έχουν ευρεία χρήση στο πολλαπλό μυέλωμα, αλλά και άλλες στοχευμένες θεραπείες έχουν πολύ καλά αποτελέσματα.
Ελληνικά νοσοκομεία μετέχουν σε κλινικές μελέτες
«Τα τελευταία έτη έχουν συντελεστεί πολύ σημαντικές πρόοδοι στην αντιμετώπιση των κακοήθων λεμφωμάτων που έχουν συμβάλει στη βελτίωση των ποσοστών πλήρους ίασης και την παράταση της επιβίωσης των ασθενών. Αυτό κυρίως οφείλεται στην ανάπτυξη φαρμάκων με καινοτόμους μηχανισμούς δράσης», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βασιλακόπουλος.
Προσθέτει δε ότι «ελληνικά νοσοκομεία μετέχουν ενεργά και συχνά έχουν σημαίνοντα ρόλο σε διεθνείς κλινικές μελέτες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητος και της ασφάλειας των νέων φαρμάκων για τις αιματολογικές κακοήθειες. Έτσι παρέχεται στον Έλληνα ασθενή η δυνατότητα πρόσβασης σε καινοτόμα φάρμακα ακόμη και πριν τεθούν σε κυκλοφορία, χωρίς μάλιστα επιβάρυνση του ασφαλιστικού μας συστήματος».