Το να δίνει κανείς αίμα συχνά, δεν θα έχει ως συνέπεια σοβαρές παρενέργειες, αντίθετα θα βοηθήσει σημαντικά στην αύξηση των διαθέσιμων αποθεμάτων αίματος, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Η αιμοδοσία μπορεί να γίνεται χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα στους άνδρες κάθε οκτώ εβδομάδες και στις γυναίκες κάθε 12, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ και Οξφόρδης, με επικεφαλής τον καθηγητή δρα Εμανουέλε Ντι Αντζελαντόνιο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet”, έκαναν την πρώτη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή αιμοδοσίας σε πάνω από 45.000 ανθρώπους άνω των 18 ετών. Οι συμμετέχοντες χωρίσθηκαν σε τρεις ομάδες που επί δύο έτη έδιναν αίμα ανά διαφορετικά χρονικά διαστήματα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι όσοι είναι συχνότεροι αιμοδότες (ανά οκτώ εβδομάδες οι άνδρες και ανά 12 οι γυναίκες), δεν έχουν συνέπειες στην ποιότητα της ζωής τους, στις σωματικές δραστηριότητες ή στις νοητικές λειτουργίες τους.
Μερικοί συχνοί αιμοδότες -περισσότεροι άνδρες παρά γυναίκες- ανέφεραν ήπια συμπτώματα λιποθυμίας, κόπωσης, ζαλάδες, ταχυπαλμίες κ.α. Ακόμη οι συχνότεροι αιμοδότες είχαν στη συνέχεια χαμηλότερα επίπεδα σιδήρου και αιμοσφαιρίνης στο αίμα τους.
Τα νέα ευρήματα ελπίζεται ότι θα ενθαρρύνουν τους υποψήφιους αιμοδότες, καθώς αυξάνεται συνεχώς η ζήτηση αίματος, όσο γερνάει ο πληθυσμός.
«Η νέα μελέτη δείχνει ότι η συχνότερη αιμοδοσία είναι μια εφικτή και ασφαλής επιλογή για τους δότες» δήλωσε ο καθηγητής Τζον Ντάνες του Κέιμπριτζ.
Εκτιμάται, ότι κάθε χρόνο παγκοσμίως γίνονται περίπου 110 εκατομμύρια αιμοληψίες από μερικές δεκάδες εκατομμύρια αιμοδοτών. Μεγάλες είναι οι ανάγκες για όσους χρειάζονται τακτικές μεταγγίσεις αίματος, όπως οι ασθενείς με δρεπανοκυτταρική αναιμία.