Με δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που υπερβαίνουν το 5,9% στο δυσμενές σενάριο πέρασαν το τεστ αντοχής οι τέσσερεις ελληνικές τράπεζες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε ο ελεγκτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) o SSM, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας
*της Πειραιώς διαμορφώνεται στο 5,9%,
*της Εθνικής στο 6,92%,
*της Εurobank στο 6,75%
και
*της Αlpha Bank στο 9,69%.
Στα 15,5 δισ. ευρώ φθάνει η μείωση του κεφαλαίου που θα υποστούν οι ελληνικές τράπεζες αν επαληθευτούν οι παραδοχές του δυσμενούς σεναρίου της ΕΚΤ, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των stress tests.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018 για τις ελληνικές σημαντικές τράπεζες δείχνουν ότι η μέση μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο, το οποίο καλύπτει τριετή περίοδο και βασίζεται σε υπόθεση για στατικούς ισολογισμούς, ήταν 9 ποσοστιαίες μονάδες, που αντιστοιχούν σε 15,5 δισεκ. ευρώ. Η μείωση κεφαλαίου ήταν 8,56 ποσοστιαίες μονάδες για την Alpha Bank, 8,68 ποσοστιαίες μονάδες για την Eurobank, 9,56 ποσοστιαίες μονάδες για την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ) και 8,95 ποσοστιαίες μονάδες για την Τράπεζα Πειραιώς.
Όπως διευκρινίζει η ΕΚΤ στην ανακοίνωση η συγκεκριμένη άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν περιελάμβανε κάποιο κατώτατο αποδεκτό όριο κεφαλαίου για το δυσμενές σενάριο. Επομένως από τη δοκιμασία δεν προκύπτει «επιτυχία ή αποτυχία» των τραπεζών.
Ωστόσο τα αποτελέσματά της, μαζί με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, χρησιμοποιούνται για να σχηματιστεί μια συνολική εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας.
Σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ δεν κάνει στην ανακοίνωση της καμία αναφορά για την ανάγκη περαιτέρω κεφαλαιακής ενίσχυσης για κάποια εκ των τεσσάρων τραπεζών.
Υπενθυμίζεται ότι το δυσμενές σενάριο προέβλεπε μείωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας (ΑΕΠ) κατά 1,3% το 2018 2,1% το 2019 και οριακή αύξηση κατά 0,2% το 2020. Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:
– Πιστωτικός κίνδυνος: ενώ υπό το βασικό σενάριο η αρνητική επίδραση του πιστωτικού κινδύνου στους δείκτες κεφαλαίου CET1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης, υπό το δυσμενές σενάριο αυξήθηκε στις 850 μονάδες βάσης.
– Καθαρά έσοδα από τόκους: τα καθαρά έσοδα από τόκους υπό το δυσμενές σενάριο μειώθηκαν κατά 22,5% σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.